Ειρωνεία: Πολύτιμο φύλλωμα ενός άλλου ουρανού
Μοιράσου το άρθρο:
31-01-2024
Γράφει η Ελένη Παπατσώρη
Για μια κορφή που καρτεράς χωρίς να την προσμένεις.
Στην καθημερινότητά μας η λέξη ειρωνεία έχει αρνητικό πρόσημο. Το να ειρωνεύεται κάποιος θεωρείται πως εμπαίζει το θύμα στην αφέλειά του, το κοροϊδεύει, στην μια ακραία μορφή, όμως όταν η ειρωνεία γίνεται με κάποια λεπτότητα και λεκτική ομορφιά πάλι για να περιπαίξει το θύμα που τώρα είναι ο αλαζόνας , αυτός που έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και θεωρεί τον εαυτό του παραπάνω, τότε αυτή η ειρωνεία έχει πρόσημο θετικό, είναι ανακουφιστική στην άλλη ακραία μορφή.
Υπάρχει ακόμα και η ειρωνεία που προσποιείται την άγνοια και σκοπό έχει να ελέγξει όπως επίσης και η ειρωνεία της κατάστασης, εδώ δεν έχουμε είρωνα. Η Πυροσβεστική που φθάνει, με χαρακτηριστική αργοπορία, όμως πλήρως εξοπλισμένη και απαστράπτουσα, όταν όλα πια έχουν καεί, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα ή όταν βλέπουμε τον «πορτοφολά» να κάνει ανενόχλητος και με άνεση την δουλειά του, ταυτόχρονα όμως κάποιος τρίτος εξ’ ίσου καλός και αυτός στην ίδια «δουλειά» του κλέβει το πορτοφόλι.
Η πρώτη των πρώτων μορφή ειρωνείας εμφανίζεται στον Σοφοκλή. Είναι η τραγική ειρωνεία. Ο Οιδίποδας δεν γνωρίζει πως μ αυτόν που χτυπήθηκαν και τον σκότωσε σε κάποιο σταυροδρόμι ήταν ο πατέρας του. Ούτε γνωρίζει πως κάθε βράδυ, ενθουσιασμένος συνουσιάζεται με την μάνα του. Γνωρίζει όμως ο θεατής και αναμένει την κορύφωση του δράματος. Κάποτε ο Οιδίποδας θα το μάθει και τότε δεν θα τον χωρά ο τόπος, θα φύγει αναζητώντας τόπο να τον χωρά. Και βρήκε την χώρα του σκότους, έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια τα χέρια του.
Ο Ορέστης στην τραγωδία «ηλέκτρα» λέει στην αδελφή του για το θάνατό του ψευδώς, εκείνη με οδύνη αρχινάει το μοιρολόι νομίζοντας την είδηση αληθινή και ο θεατής που γνωρίζει την αλήθεια στενοχωρείται.
Την ειρωνεία της άγνοιας με σκοπό τον έλεγχο δίδαξε κατά κύριο λόγο ο Σωκράτης έλεγε:
- Θρασύμαχε ξέρεις τι είναι δικαιοσύνη;
- Και βέβαια ξέρω. Το συμφέρον του ισχυρότερου. Εσύ δεν το ήξερες;
- Όχι. Και αλλού πάλι έλεγε: Λύσι ξέρεις τι είναι φιλία;
- Και βέβαια ξέρω. Εσύ δεν ξέρεις;
- Όχι.
Ο Σωκράτης όμως δεν έπαιζε με τους συνομιλητές του. Έλεγε από την αρχή πως δεν γνωρίζει εκεί που οι άλλοι ισχυρίζονταν πως ναι. Το αποτέλεσμα ήταν να νομίζουν ότι τους ειρωνεύεται. Εκείνος όμως έλεγε την αλήθεια. Την φτωχή και αστόλιστη αλήθεια.Την μία.
Ύστερα ο Σωκράτης τους παρακαλούσε να τον μάθουν. Τότε έμπαινε σε λεπτομέρειες.
– Υπάρχει φιλία σε δύο γαϊδάρους που βόσκουν μαζί ή υπάρχει φιλία στην πεταλούδα και στο φως της λάμπας; Εκεί τους μπέρδευε. Τους υποχρέωνε σιγά - σιγά να ανακαλέσουν τον αρχικό ορισμό της φιλίας. Και στο τέλος στρυμωγμένοι από την δύναμη της επαγωγικής μεθόδου, παραδέχονταν ότι ενώ νόμιζαν πως ξέρουν η συζήτηση απέδειξε πως δεν ξέρουν.
Τους έλεγε: Πιστεύατε πως γνωρίζατε την έννοια, η συζήτηση απέδειξε πως όχι. Ούτε την γνωρίζατε ούτε γνωρίζατε πως δεν την γνωρίζατε, ενώ εγώ δεν την γνώριζα και η συζήτηση απέδειξε πως δεν την γνώριζα. Βεβαίως δεν την γνωρίζω αλλά γνώριζα πως δεν γνωρίζω. Τελικά εσείς δεν γνωρίζατε τίποτα , ενώ εγώ γνώριζα ένα ,ότι δεν γνωρίζω τίποτα. Έτσι με ένα τρόπο μαθηματικό, υποχρεωτικό δηλαδή σε όλους μας, γεννήθηκε η πρόταση που ξεχώρισε τον άνθρωπο από το ζώο. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Συμπέρασμα: Ο Σωκράτης δεν ειρωνεύεται. Οι άλλοι αυτή την γνώση της απόγνωσης την έπαιρναν για ειρωνεία. Την είπαν από τότε Σωκρατική ειρωνεία.
Βέβαια και ο Ιησούς με την στάση του την ειρωνεία δίδαξε. Στο ερώτημα του Πιλάτου, «τι εστί αλήθεια;» Ο Ιησούς σωπαίνει, δηλώνει δηλαδή την άγνοια του Σωκράτη και του Οιδίποδα. Όταν μαθαίνει βρίσκεται πλέον στο τέλος του βίου του, στην κορυφή του όρους. Το «ου γαρ οίδασι» για τους ληστές είναι το «ουδέν οίδα» του Σωκράτη. Το «εν οίδα» του Σωκράτη στον Ιησού φαίνεται στον κήπο της Γεσθημανή. Εκεί ο Χριστός γνώρισε το ένα. Τον εγκατέλειψαν και οι τρεις πιο πιστοί μαθητές του. Τρείς φορές ήρθε και τις τρείς κοιμόντουσαν. Και έμεινε μόνος, όπως ο Σωκράτης ήπιε το κώνιο, ή ο Οιδίποδας έβγαλε τα μάτια του και ανηφόρησε με τον σταυρό στη πλάτη του. Την είπανε Ιησουϊτική ειρωνεία. Η διαφορά της από την Αττική τραγωδία - ειρωνεία είναι ότι είναι αφύσικη και πάνω από τα ανθρώπινα όρια, εκεί που η Αττική τραγωδία - ειρωνεία είναι απόλυτα φυσική και ανθρώπινη.
Η ειρωνεία είναι ένα είδος δράσης, είναι το οξυγόνο του πνεύματος του ανθρώπου στα έργα του.
Όλοι οι μεγάλοι του πνεύματος στην Ιστορία με την ειρωνεία προσπάθησαν να δημιουργήσουν. Εκτός από τους προαναφερόμενους, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Κικέρωνας , ο Οράτιος, ο Τάκιτος, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Βολτέρος, ο Γκαίτε, ο Μπρεχτ είναι μερικοί από τους είρωνες.
Στον Καβάφη θα σταματήσω να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά καθώς η Καβαφική ειρωνεία έχει μέσα της κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Στα ποιήματα του Καβάφη υπάρχουν ταυτόχρονα το τραγικό και το κωμικό, το αληθινό και προσποιητό, σε ενιαίο σύνολο. Όχι σαν Κένταυρος, που είναι πάνω άνθρωπος και κάτω άλογο. Σαν σώμα ανθρώπινο που ενώ είναι ζωντανό, τώρα ζει, είναι και δυνάμει νεκρό, αύριο θα πεθάνει.
Στο ποίημά του «Στα 200 πχ» κατακεραυνώνει τους Σπαρτιάτες που δεν συμμετείχαν στο πόλεμο στη Περσία με τον Αλέξανδρο, θαυμάζοντας την εκστρατεία δοξάζει τους Αλεξανδρινούς, Αντιοχείς, Σελευκίδες και τους άλλους της Αιγύπτου και της Συρίας. Όλα αυτά στο επιφανειακό και στο προσποιητό.
Όλοι γνωρίζουμε την γνώμη του Καβάφη για την Σπάρτη και τους Σπαρτιάτες. Είναι η ωραία Ελένη για την ποίηση. Είναι οι 300 οπλίτες που έμειναν στις Θερμοπύλες. Είναι ο Ηρακλής προσπερνά την κακία και χαιρετά με διάθεση την Αρετή. Είναι ο Λυκούργος που φύτευσε την ελιά στην Ολυμπία και ξεκίνησαν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Είναι οι κολώνες του Παρθενώνα δωρικού ρυθμού. Είναι οι Καρυάτιδες, κόρες από τις Καρυές της Λακωνίας. Είναι ο φιλολάκωνας Πλάτων με το «Λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν». Όλα αυτά είναι η βασίλισσα Κρατησίκλεια που βαστάει την δόξα των ανθρώπων στα χέρια της, θα μας πει ο Καβάφης στο άλλο ποίημά του το «εν Σπάρτη». Όπως εκφράζει και την καταφρόνια του για τους επίγονους στα ελληνιστικά βασίλεια, «Είναι γελοίος ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή», θα πει σε άλλο ποίημά του «Η δόξα των Πτολεμαίων» για τον ξεπεσμένο επίγονο, επίσης σε μια άλλη αναφορά «Το φρόνιμα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός να νοιώσει ο Λαγίδης χθεσινός». Ο Λαγίδης είναι ένας επίγονος που πριν ήταν εργολάβος σε χοιροτροφική μονάδα και οικονόμησε πολλά χρήματα.
Και για τον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Στα 200 πχ». Για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα. Είναι το προσποιητό, διότι το αληθινό που είναι κρυμμένο μας λέει πως «Μην πιάνετε στο στόμα σας τους Λακεδαιμονίους τους βρωμίζετε». ’Αυτός είναι ο Καβάφης με την ειρωνεία του και όποιος δεν βλέπει την ειρωνεία στα ποιήματά του Καβάφη στο βιβλίο, βλέπει τα παπούτσια του παπουτσή στο μαγαζί, καθόσον στα τούρκικα σημαίνει Τσαγκάρης.
Ο Αριστοτέλης στην εποχή του την ειρωνεία την χαρακτήρισε υποκρισία, με υπερβολική μετριοφροσύνη. Προσδιορίζει μας λέει τρόπο συμπεριφοράς δηλαδή να κατηγορείς με ειρωνικό έπαινο ή να επαινείς με ειρωνική κατηγορία. Κατηγορείς θέλοντας να επαινέσεις ή επαινείς θέλοντας να κατηγορήσεις.
Από τότε εξελίχθηκε σε λογοτεχνικό είδος. Βασικό γνώρισμα της ειρωνείας είναι η αντίθεση ανάμεσα σαυτό που φαίνεται και στην πραγματικότητα. Εδώ υπάρχει μια άγνοια που στον είρωνα είναι ψεύτικη και στο θύμα αληθινή και που έχει κωμικό αποτέλεσμα.
Αλλά και οι ειρωνικές καταστάσεις παρουσιάζονται και σκοπό έχουν να εκθέσουν την υποκρισία ,την υπερηφάνεια, και βέβαια την ανοησία ή την ματαιοδοξία.
Τα περιπολικά της Αστυνομίας που καταφθάνουν με χαρακτηριστική καθυστέρηση, που είναι αρκετά, καλογυαλισμένα, γεμάτα με αστυνομικούς, όμως η ληστεία έχει ολοκληρωθεί, τα θύματα ξαπλωμένα στο έδαφος και οι ληστές άφαντοι. Είναι ένα παράδειγμα υποκρισίας, και ένα δεύτερο από τον Όμηρο. Όταν ο Οδυσσέας έχει γυρίσει στην Ιθάκη και κάθεται στο παλάτι μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, ακούει έναν από τους μνηστήρες, να μιλάει περιφρονητικά αποκλείοντας το ενδεχόμενο της επιστροφής του. Είναι η ειρωνεία της ανοησίας ή ακόμα και της ηθελημένης άγνοιας.
Με ρώτησαν: Ελένη ποια είναι η καταγωγή σου; Απάντησα πως οι γονείς μου ήταν Άνθρωποι.
Σας χαιρετώ εις το επανιδείν.
Στην καθημερινότητά μας η λέξη ειρωνεία έχει αρνητικό πρόσημο. Το να ειρωνεύεται κάποιος θεωρείται πως εμπαίζει το θύμα στην αφέλειά του, το κοροϊδεύει, στην μια ακραία μορφή, όμως όταν η ειρωνεία γίνεται με κάποια λεπτότητα και λεκτική ομορφιά πάλι για να περιπαίξει το θύμα που τώρα είναι ο αλαζόνας , αυτός που έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και θεωρεί τον εαυτό του παραπάνω, τότε αυτή η ειρωνεία έχει πρόσημο θετικό, είναι ανακουφιστική στην άλλη ακραία μορφή.
Υπάρχει ακόμα και η ειρωνεία που προσποιείται την άγνοια και σκοπό έχει να ελέγξει όπως επίσης και η ειρωνεία της κατάστασης, εδώ δεν έχουμε είρωνα. Η Πυροσβεστική που φθάνει, με χαρακτηριστική αργοπορία, όμως πλήρως εξοπλισμένη και απαστράπτουσα, όταν όλα πια έχουν καεί, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα ή όταν βλέπουμε τον «πορτοφολά» να κάνει ανενόχλητος και με άνεση την δουλειά του, ταυτόχρονα όμως κάποιος τρίτος εξ’ ίσου καλός και αυτός στην ίδια «δουλειά» του κλέβει το πορτοφόλι.
Η πρώτη των πρώτων μορφή ειρωνείας εμφανίζεται στον Σοφοκλή. Είναι η τραγική ειρωνεία. Ο Οιδίποδας δεν γνωρίζει πως μ αυτόν που χτυπήθηκαν και τον σκότωσε σε κάποιο σταυροδρόμι ήταν ο πατέρας του. Ούτε γνωρίζει πως κάθε βράδυ, ενθουσιασμένος συνουσιάζεται με την μάνα του. Γνωρίζει όμως ο θεατής και αναμένει την κορύφωση του δράματος. Κάποτε ο Οιδίποδας θα το μάθει και τότε δεν θα τον χωρά ο τόπος, θα φύγει αναζητώντας τόπο να τον χωρά. Και βρήκε την χώρα του σκότους, έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια τα χέρια του.
Ο Ορέστης στην τραγωδία «ηλέκτρα» λέει στην αδελφή του για το θάνατό του ψευδώς, εκείνη με οδύνη αρχινάει το μοιρολόι νομίζοντας την είδηση αληθινή και ο θεατής που γνωρίζει την αλήθεια στενοχωρείται.
Την ειρωνεία της άγνοιας με σκοπό τον έλεγχο δίδαξε κατά κύριο λόγο ο Σωκράτης έλεγε:
- Θρασύμαχε ξέρεις τι είναι δικαιοσύνη;
- Και βέβαια ξέρω. Το συμφέρον του ισχυρότερου. Εσύ δεν το ήξερες;
- Όχι. Και αλλού πάλι έλεγε: Λύσι ξέρεις τι είναι φιλία;
- Και βέβαια ξέρω. Εσύ δεν ξέρεις;
- Όχι.
Ο Σωκράτης όμως δεν έπαιζε με τους συνομιλητές του. Έλεγε από την αρχή πως δεν γνωρίζει εκεί που οι άλλοι ισχυρίζονταν πως ναι. Το αποτέλεσμα ήταν να νομίζουν ότι τους ειρωνεύεται. Εκείνος όμως έλεγε την αλήθεια. Την φτωχή και αστόλιστη αλήθεια.Την μία.
Ύστερα ο Σωκράτης τους παρακαλούσε να τον μάθουν. Τότε έμπαινε σε λεπτομέρειες.
– Υπάρχει φιλία σε δύο γαϊδάρους που βόσκουν μαζί ή υπάρχει φιλία στην πεταλούδα και στο φως της λάμπας; Εκεί τους μπέρδευε. Τους υποχρέωνε σιγά - σιγά να ανακαλέσουν τον αρχικό ορισμό της φιλίας. Και στο τέλος στρυμωγμένοι από την δύναμη της επαγωγικής μεθόδου, παραδέχονταν ότι ενώ νόμιζαν πως ξέρουν η συζήτηση απέδειξε πως δεν ξέρουν.
Τους έλεγε: Πιστεύατε πως γνωρίζατε την έννοια, η συζήτηση απέδειξε πως όχι. Ούτε την γνωρίζατε ούτε γνωρίζατε πως δεν την γνωρίζατε, ενώ εγώ δεν την γνώριζα και η συζήτηση απέδειξε πως δεν την γνώριζα. Βεβαίως δεν την γνωρίζω αλλά γνώριζα πως δεν γνωρίζω. Τελικά εσείς δεν γνωρίζατε τίποτα , ενώ εγώ γνώριζα ένα ,ότι δεν γνωρίζω τίποτα. Έτσι με ένα τρόπο μαθηματικό, υποχρεωτικό δηλαδή σε όλους μας, γεννήθηκε η πρόταση που ξεχώρισε τον άνθρωπο από το ζώο. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Συμπέρασμα: Ο Σωκράτης δεν ειρωνεύεται. Οι άλλοι αυτή την γνώση της απόγνωσης την έπαιρναν για ειρωνεία. Την είπαν από τότε Σωκρατική ειρωνεία.
Βέβαια και ο Ιησούς με την στάση του την ειρωνεία δίδαξε. Στο ερώτημα του Πιλάτου, «τι εστί αλήθεια;» Ο Ιησούς σωπαίνει, δηλώνει δηλαδή την άγνοια του Σωκράτη και του Οιδίποδα. Όταν μαθαίνει βρίσκεται πλέον στο τέλος του βίου του, στην κορυφή του όρους. Το «ου γαρ οίδασι» για τους ληστές είναι το «ουδέν οίδα» του Σωκράτη. Το «εν οίδα» του Σωκράτη στον Ιησού φαίνεται στον κήπο της Γεσθημανή. Εκεί ο Χριστός γνώρισε το ένα. Τον εγκατέλειψαν και οι τρεις πιο πιστοί μαθητές του. Τρείς φορές ήρθε και τις τρείς κοιμόντουσαν. Και έμεινε μόνος, όπως ο Σωκράτης ήπιε το κώνιο, ή ο Οιδίποδας έβγαλε τα μάτια του και ανηφόρησε με τον σταυρό στη πλάτη του. Την είπανε Ιησουϊτική ειρωνεία. Η διαφορά της από την Αττική τραγωδία - ειρωνεία είναι ότι είναι αφύσικη και πάνω από τα ανθρώπινα όρια, εκεί που η Αττική τραγωδία - ειρωνεία είναι απόλυτα φυσική και ανθρώπινη.
Η ειρωνεία είναι ένα είδος δράσης, είναι το οξυγόνο του πνεύματος του ανθρώπου στα έργα του.
Όλοι οι μεγάλοι του πνεύματος στην Ιστορία με την ειρωνεία προσπάθησαν να δημιουργήσουν. Εκτός από τους προαναφερόμενους, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Κικέρωνας , ο Οράτιος, ο Τάκιτος, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Βολτέρος, ο Γκαίτε, ο Μπρεχτ είναι μερικοί από τους είρωνες.
Στον Καβάφη θα σταματήσω να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά καθώς η Καβαφική ειρωνεία έχει μέσα της κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Στα ποιήματα του Καβάφη υπάρχουν ταυτόχρονα το τραγικό και το κωμικό, το αληθινό και προσποιητό, σε ενιαίο σύνολο. Όχι σαν Κένταυρος, που είναι πάνω άνθρωπος και κάτω άλογο. Σαν σώμα ανθρώπινο που ενώ είναι ζωντανό, τώρα ζει, είναι και δυνάμει νεκρό, αύριο θα πεθάνει.
Στο ποίημά του «Στα 200 πχ» κατακεραυνώνει τους Σπαρτιάτες που δεν συμμετείχαν στο πόλεμο στη Περσία με τον Αλέξανδρο, θαυμάζοντας την εκστρατεία δοξάζει τους Αλεξανδρινούς, Αντιοχείς, Σελευκίδες και τους άλλους της Αιγύπτου και της Συρίας. Όλα αυτά στο επιφανειακό και στο προσποιητό.
Όλοι γνωρίζουμε την γνώμη του Καβάφη για την Σπάρτη και τους Σπαρτιάτες. Είναι η ωραία Ελένη για την ποίηση. Είναι οι 300 οπλίτες που έμειναν στις Θερμοπύλες. Είναι ο Ηρακλής προσπερνά την κακία και χαιρετά με διάθεση την Αρετή. Είναι ο Λυκούργος που φύτευσε την ελιά στην Ολυμπία και ξεκίνησαν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Είναι οι κολώνες του Παρθενώνα δωρικού ρυθμού. Είναι οι Καρυάτιδες, κόρες από τις Καρυές της Λακωνίας. Είναι ο φιλολάκωνας Πλάτων με το «Λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν». Όλα αυτά είναι η βασίλισσα Κρατησίκλεια που βαστάει την δόξα των ανθρώπων στα χέρια της, θα μας πει ο Καβάφης στο άλλο ποίημά του το «εν Σπάρτη». Όπως εκφράζει και την καταφρόνια του για τους επίγονους στα ελληνιστικά βασίλεια, «Είναι γελοίος ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή», θα πει σε άλλο ποίημά του «Η δόξα των Πτολεμαίων» για τον ξεπεσμένο επίγονο, επίσης σε μια άλλη αναφορά «Το φρόνιμα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός να νοιώσει ο Λαγίδης χθεσινός». Ο Λαγίδης είναι ένας επίγονος που πριν ήταν εργολάβος σε χοιροτροφική μονάδα και οικονόμησε πολλά χρήματα.
Και για τον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Στα 200 πχ». Για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα. Είναι το προσποιητό, διότι το αληθινό που είναι κρυμμένο μας λέει πως «Μην πιάνετε στο στόμα σας τους Λακεδαιμονίους τους βρωμίζετε». ’Αυτός είναι ο Καβάφης με την ειρωνεία του και όποιος δεν βλέπει την ειρωνεία στα ποιήματά του Καβάφη στο βιβλίο, βλέπει τα παπούτσια του παπουτσή στο μαγαζί, καθόσον στα τούρκικα σημαίνει Τσαγκάρης.
Ο Αριστοτέλης στην εποχή του την ειρωνεία την χαρακτήρισε υποκρισία, με υπερβολική μετριοφροσύνη. Προσδιορίζει μας λέει τρόπο συμπεριφοράς δηλαδή να κατηγορείς με ειρωνικό έπαινο ή να επαινείς με ειρωνική κατηγορία. Κατηγορείς θέλοντας να επαινέσεις ή επαινείς θέλοντας να κατηγορήσεις.
Από τότε εξελίχθηκε σε λογοτεχνικό είδος. Βασικό γνώρισμα της ειρωνείας είναι η αντίθεση ανάμεσα σαυτό που φαίνεται και στην πραγματικότητα. Εδώ υπάρχει μια άγνοια που στον είρωνα είναι ψεύτικη και στο θύμα αληθινή και που έχει κωμικό αποτέλεσμα.
Αλλά και οι ειρωνικές καταστάσεις παρουσιάζονται και σκοπό έχουν να εκθέσουν την υποκρισία ,την υπερηφάνεια, και βέβαια την ανοησία ή την ματαιοδοξία.
Τα περιπολικά της Αστυνομίας που καταφθάνουν με χαρακτηριστική καθυστέρηση, που είναι αρκετά, καλογυαλισμένα, γεμάτα με αστυνομικούς, όμως η ληστεία έχει ολοκληρωθεί, τα θύματα ξαπλωμένα στο έδαφος και οι ληστές άφαντοι. Είναι ένα παράδειγμα υποκρισίας, και ένα δεύτερο από τον Όμηρο. Όταν ο Οδυσσέας έχει γυρίσει στην Ιθάκη και κάθεται στο παλάτι μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, ακούει έναν από τους μνηστήρες, να μιλάει περιφρονητικά αποκλείοντας το ενδεχόμενο της επιστροφής του. Είναι η ειρωνεία της ανοησίας ή ακόμα και της ηθελημένης άγνοιας.
Με ρώτησαν: Ελένη ποια είναι η καταγωγή σου; Απάντησα πως οι γονείς μου ήταν Άνθρωποι.
Σας χαιρετώ εις το επανιδείν.
Για μια κορφή που καρτεράς χωρίς να την προσμένεις.
Στην καθημερινότητά μας η λέξη ειρωνεία έχει αρνητικό πρόσημο. Το να ειρωνεύεται κάποιος θεωρείται πως εμπαίζει το θύμα στην αφέλειά του, το κοροϊδεύει, στην μια ακραία μορφή, όμως όταν η ειρωνεία γίνεται με κάποια λεπτότητα και λεκτική ομορφιά πάλι για να περιπαίξει το θύμα που τώρα είναι ο αλαζόνας , αυτός που έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και θεωρεί τον εαυτό του παραπάνω, τότε αυτή η ειρωνεία έχει πρόσημο θετικό, είναι ανακουφιστική στην άλλη ακραία μορφή.
Υπάρχει ακόμα και η ειρωνεία που προσποιείται την άγνοια και σκοπό έχει να ελέγξει όπως επίσης και η ειρωνεία της κατάστασης, εδώ δεν έχουμε είρωνα. Η Πυροσβεστική που φθάνει, με χαρακτηριστική αργοπορία, όμως πλήρως εξοπλισμένη και απαστράπτουσα, όταν όλα πια έχουν καεί, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα ή όταν βλέπουμε τον «πορτοφολά» να κάνει ανενόχλητος και με άνεση την δουλειά του, ταυτόχρονα όμως κάποιος τρίτος εξ’ ίσου καλός και αυτός στην ίδια «δουλειά» του κλέβει το πορτοφόλι.
Η πρώτη των πρώτων μορφή ειρωνείας εμφανίζεται στον Σοφοκλή. Είναι η τραγική ειρωνεία. Ο Οιδίποδας δεν γνωρίζει πως μ αυτόν που χτυπήθηκαν και τον σκότωσε σε κάποιο σταυροδρόμι ήταν ο πατέρας του. Ούτε γνωρίζει πως κάθε βράδυ, ενθουσιασμένος συνουσιάζεται με την μάνα του. Γνωρίζει όμως ο θεατής και αναμένει την κορύφωση του δράματος. Κάποτε ο Οιδίποδας θα το μάθει και τότε δεν θα τον χωρά ο τόπος, θα φύγει αναζητώντας τόπο να τον χωρά. Και βρήκε την χώρα του σκότους, έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια τα χέρια του.
Ο Ορέστης στην τραγωδία «ηλέκτρα» λέει στην αδελφή του για το θάνατό του ψευδώς, εκείνη με οδύνη αρχινάει το μοιρολόι νομίζοντας την είδηση αληθινή και ο θεατής που γνωρίζει την αλήθεια στενοχωρείται.
Την ειρωνεία της άγνοιας με σκοπό τον έλεγχο δίδαξε κατά κύριο λόγο ο Σωκράτης έλεγε:
- Θρασύμαχε ξέρεις τι είναι δικαιοσύνη;
- Και βέβαια ξέρω. Το συμφέρον του ισχυρότερου. Εσύ δεν το ήξερες;
- Όχι. Και αλλού πάλι έλεγε: Λύσι ξέρεις τι είναι φιλία;
- Και βέβαια ξέρω. Εσύ δεν ξέρεις;
- Όχι.
Ο Σωκράτης όμως δεν έπαιζε με τους συνομιλητές του. Έλεγε από την αρχή πως δεν γνωρίζει εκεί που οι άλλοι ισχυρίζονταν πως ναι. Το αποτέλεσμα ήταν να νομίζουν ότι τους ειρωνεύεται. Εκείνος όμως έλεγε την αλήθεια. Την φτωχή και αστόλιστη αλήθεια.Την μία.
Ύστερα ο Σωκράτης τους παρακαλούσε να τον μάθουν. Τότε έμπαινε σε λεπτομέρειες.
– Υπάρχει φιλία σε δύο γαϊδάρους που βόσκουν μαζί ή υπάρχει φιλία στην πεταλούδα και στο φως της λάμπας; Εκεί τους μπέρδευε. Τους υποχρέωνε σιγά - σιγά να ανακαλέσουν τον αρχικό ορισμό της φιλίας. Και στο τέλος στρυμωγμένοι από την δύναμη της επαγωγικής μεθόδου, παραδέχονταν ότι ενώ νόμιζαν πως ξέρουν η συζήτηση απέδειξε πως δεν ξέρουν.
Τους έλεγε: Πιστεύατε πως γνωρίζατε την έννοια, η συζήτηση απέδειξε πως όχι. Ούτε την γνωρίζατε ούτε γνωρίζατε πως δεν την γνωρίζατε, ενώ εγώ δεν την γνώριζα και η συζήτηση απέδειξε πως δεν την γνώριζα. Βεβαίως δεν την γνωρίζω αλλά γνώριζα πως δεν γνωρίζω. Τελικά εσείς δεν γνωρίζατε τίποτα , ενώ εγώ γνώριζα ένα ,ότι δεν γνωρίζω τίποτα. Έτσι με ένα τρόπο μαθηματικό, υποχρεωτικό δηλαδή σε όλους μας, γεννήθηκε η πρόταση που ξεχώρισε τον άνθρωπο από το ζώο. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Συμπέρασμα: Ο Σωκράτης δεν ειρωνεύεται. Οι άλλοι αυτή την γνώση της απόγνωσης την έπαιρναν για ειρωνεία. Την είπαν από τότε Σωκρατική ειρωνεία.
Βέβαια και ο Ιησούς με την στάση του την ειρωνεία δίδαξε. Στο ερώτημα του Πιλάτου, «τι εστί αλήθεια;» Ο Ιησούς σωπαίνει, δηλώνει δηλαδή την άγνοια του Σωκράτη και του Οιδίποδα. Όταν μαθαίνει βρίσκεται πλέον στο τέλος του βίου του, στην κορυφή του όρους. Το «ου γαρ οίδασι» για τους ληστές είναι το «ουδέν οίδα» του Σωκράτη. Το «εν οίδα» του Σωκράτη στον Ιησού φαίνεται στον κήπο της Γεσθημανή. Εκεί ο Χριστός γνώρισε το ένα. Τον εγκατέλειψαν και οι τρεις πιο πιστοί μαθητές του. Τρείς φορές ήρθε και τις τρείς κοιμόντουσαν. Και έμεινε μόνος, όπως ο Σωκράτης ήπιε το κώνιο, ή ο Οιδίποδας έβγαλε τα μάτια του και ανηφόρησε με τον σταυρό στη πλάτη του. Την είπανε Ιησουϊτική ειρωνεία. Η διαφορά της από την Αττική τραγωδία - ειρωνεία είναι ότι είναι αφύσικη και πάνω από τα ανθρώπινα όρια, εκεί που η Αττική τραγωδία - ειρωνεία είναι απόλυτα φυσική και ανθρώπινη.
Η ειρωνεία είναι ένα είδος δράσης, είναι το οξυγόνο του πνεύματος του ανθρώπου στα έργα του.
Όλοι οι μεγάλοι του πνεύματος στην Ιστορία με την ειρωνεία προσπάθησαν να δημιουργήσουν. Εκτός από τους προαναφερόμενους, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Κικέρωνας , ο Οράτιος, ο Τάκιτος, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Βολτέρος, ο Γκαίτε, ο Μπρεχτ είναι μερικοί από τους είρωνες.
Στον Καβάφη θα σταματήσω να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά καθώς η Καβαφική ειρωνεία έχει μέσα της κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Στα ποιήματα του Καβάφη υπάρχουν ταυτόχρονα το τραγικό και το κωμικό, το αληθινό και προσποιητό, σε ενιαίο σύνολο. Όχι σαν Κένταυρος, που είναι πάνω άνθρωπος και κάτω άλογο. Σαν σώμα ανθρώπινο που ενώ είναι ζωντανό, τώρα ζει, είναι και δυνάμει νεκρό, αύριο θα πεθάνει.
Στο ποίημά του «Στα 200 πχ» κατακεραυνώνει τους Σπαρτιάτες που δεν συμμετείχαν στο πόλεμο στη Περσία με τον Αλέξανδρο, θαυμάζοντας την εκστρατεία δοξάζει τους Αλεξανδρινούς, Αντιοχείς, Σελευκίδες και τους άλλους της Αιγύπτου και της Συρίας. Όλα αυτά στο επιφανειακό και στο προσποιητό.
Όλοι γνωρίζουμε την γνώμη του Καβάφη για την Σπάρτη και τους Σπαρτιάτες. Είναι η ωραία Ελένη για την ποίηση. Είναι οι 300 οπλίτες που έμειναν στις Θερμοπύλες. Είναι ο Ηρακλής προσπερνά την κακία και χαιρετά με διάθεση την Αρετή. Είναι ο Λυκούργος που φύτευσε την ελιά στην Ολυμπία και ξεκίνησαν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Είναι οι κολώνες του Παρθενώνα δωρικού ρυθμού. Είναι οι Καρυάτιδες, κόρες από τις Καρυές της Λακωνίας. Είναι ο φιλολάκωνας Πλάτων με το «Λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν». Όλα αυτά είναι η βασίλισσα Κρατησίκλεια που βαστάει την δόξα των ανθρώπων στα χέρια της, θα μας πει ο Καβάφης στο άλλο ποίημά του το «εν Σπάρτη». Όπως εκφράζει και την καταφρόνια του για τους επίγονους στα ελληνιστικά βασίλεια, «Είναι γελοίος ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή», θα πει σε άλλο ποίημά του «Η δόξα των Πτολεμαίων» για τον ξεπεσμένο επίγονο, επίσης σε μια άλλη αναφορά «Το φρόνιμα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός να νοιώσει ο Λαγίδης χθεσινός». Ο Λαγίδης είναι ένας επίγονος που πριν ήταν εργολάβος σε χοιροτροφική μονάδα και οικονόμησε πολλά χρήματα.
Και για τον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Στα 200 πχ». Για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα. Είναι το προσποιητό, διότι το αληθινό που είναι κρυμμένο μας λέει πως «Μην πιάνετε στο στόμα σας τους Λακεδαιμονίους τους βρωμίζετε». ’Αυτός είναι ο Καβάφης με την ειρωνεία του και όποιος δεν βλέπει την ειρωνεία στα ποιήματά του Καβάφη στο βιβλίο, βλέπει τα παπούτσια του παπουτσή στο μαγαζί, καθόσον στα τούρκικα σημαίνει Τσαγκάρης.
Ο Αριστοτέλης στην εποχή του την ειρωνεία την χαρακτήρισε υποκρισία, με υπερβολική μετριοφροσύνη. Προσδιορίζει μας λέει τρόπο συμπεριφοράς δηλαδή να κατηγορείς με ειρωνικό έπαινο ή να επαινείς με ειρωνική κατηγορία. Κατηγορείς θέλοντας να επαινέσεις ή επαινείς θέλοντας να κατηγορήσεις.
Από τότε εξελίχθηκε σε λογοτεχνικό είδος. Βασικό γνώρισμα της ειρωνείας είναι η αντίθεση ανάμεσα σαυτό που φαίνεται και στην πραγματικότητα. Εδώ υπάρχει μια άγνοια που στον είρωνα είναι ψεύτικη και στο θύμα αληθινή και που έχει κωμικό αποτέλεσμα.
Αλλά και οι ειρωνικές καταστάσεις παρουσιάζονται και σκοπό έχουν να εκθέσουν την υποκρισία ,την υπερηφάνεια, και βέβαια την ανοησία ή την ματαιοδοξία.
Τα περιπολικά της Αστυνομίας που καταφθάνουν με χαρακτηριστική καθυστέρηση, που είναι αρκετά, καλογυαλισμένα, γεμάτα με αστυνομικούς, όμως η ληστεία έχει ολοκληρωθεί, τα θύματα ξαπλωμένα στο έδαφος και οι ληστές άφαντοι. Είναι ένα παράδειγμα υποκρισίας, και ένα δεύτερο από τον Όμηρο. Όταν ο Οδυσσέας έχει γυρίσει στην Ιθάκη και κάθεται στο παλάτι μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, ακούει έναν από τους μνηστήρες, να μιλάει περιφρονητικά αποκλείοντας το ενδεχόμενο της επιστροφής του. Είναι η ειρωνεία της ανοησίας ή ακόμα και της ηθελημένης άγνοιας.
Με ρώτησαν: Ελένη ποια είναι η καταγωγή σου; Απάντησα πως οι γονείς μου ήταν Άνθρωποι.
Σας χαιρετώ εις το επανιδείν.
Στην καθημερινότητά μας η λέξη ειρωνεία έχει αρνητικό πρόσημο. Το να ειρωνεύεται κάποιος θεωρείται πως εμπαίζει το θύμα στην αφέλειά του, το κοροϊδεύει, στην μια ακραία μορφή, όμως όταν η ειρωνεία γίνεται με κάποια λεπτότητα και λεκτική ομορφιά πάλι για να περιπαίξει το θύμα που τώρα είναι ο αλαζόνας , αυτός που έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και θεωρεί τον εαυτό του παραπάνω, τότε αυτή η ειρωνεία έχει πρόσημο θετικό, είναι ανακουφιστική στην άλλη ακραία μορφή.
Υπάρχει ακόμα και η ειρωνεία που προσποιείται την άγνοια και σκοπό έχει να ελέγξει όπως επίσης και η ειρωνεία της κατάστασης, εδώ δεν έχουμε είρωνα. Η Πυροσβεστική που φθάνει, με χαρακτηριστική αργοπορία, όμως πλήρως εξοπλισμένη και απαστράπτουσα, όταν όλα πια έχουν καεί, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα ή όταν βλέπουμε τον «πορτοφολά» να κάνει ανενόχλητος και με άνεση την δουλειά του, ταυτόχρονα όμως κάποιος τρίτος εξ’ ίσου καλός και αυτός στην ίδια «δουλειά» του κλέβει το πορτοφόλι.
Η πρώτη των πρώτων μορφή ειρωνείας εμφανίζεται στον Σοφοκλή. Είναι η τραγική ειρωνεία. Ο Οιδίποδας δεν γνωρίζει πως μ αυτόν που χτυπήθηκαν και τον σκότωσε σε κάποιο σταυροδρόμι ήταν ο πατέρας του. Ούτε γνωρίζει πως κάθε βράδυ, ενθουσιασμένος συνουσιάζεται με την μάνα του. Γνωρίζει όμως ο θεατής και αναμένει την κορύφωση του δράματος. Κάποτε ο Οιδίποδας θα το μάθει και τότε δεν θα τον χωρά ο τόπος, θα φύγει αναζητώντας τόπο να τον χωρά. Και βρήκε την χώρα του σκότους, έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια τα χέρια του.
Ο Ορέστης στην τραγωδία «ηλέκτρα» λέει στην αδελφή του για το θάνατό του ψευδώς, εκείνη με οδύνη αρχινάει το μοιρολόι νομίζοντας την είδηση αληθινή και ο θεατής που γνωρίζει την αλήθεια στενοχωρείται.
Την ειρωνεία της άγνοιας με σκοπό τον έλεγχο δίδαξε κατά κύριο λόγο ο Σωκράτης έλεγε:
- Θρασύμαχε ξέρεις τι είναι δικαιοσύνη;
- Και βέβαια ξέρω. Το συμφέρον του ισχυρότερου. Εσύ δεν το ήξερες;
- Όχι. Και αλλού πάλι έλεγε: Λύσι ξέρεις τι είναι φιλία;
- Και βέβαια ξέρω. Εσύ δεν ξέρεις;
- Όχι.
Ο Σωκράτης όμως δεν έπαιζε με τους συνομιλητές του. Έλεγε από την αρχή πως δεν γνωρίζει εκεί που οι άλλοι ισχυρίζονταν πως ναι. Το αποτέλεσμα ήταν να νομίζουν ότι τους ειρωνεύεται. Εκείνος όμως έλεγε την αλήθεια. Την φτωχή και αστόλιστη αλήθεια.Την μία.
Ύστερα ο Σωκράτης τους παρακαλούσε να τον μάθουν. Τότε έμπαινε σε λεπτομέρειες.
– Υπάρχει φιλία σε δύο γαϊδάρους που βόσκουν μαζί ή υπάρχει φιλία στην πεταλούδα και στο φως της λάμπας; Εκεί τους μπέρδευε. Τους υποχρέωνε σιγά - σιγά να ανακαλέσουν τον αρχικό ορισμό της φιλίας. Και στο τέλος στρυμωγμένοι από την δύναμη της επαγωγικής μεθόδου, παραδέχονταν ότι ενώ νόμιζαν πως ξέρουν η συζήτηση απέδειξε πως δεν ξέρουν.
Τους έλεγε: Πιστεύατε πως γνωρίζατε την έννοια, η συζήτηση απέδειξε πως όχι. Ούτε την γνωρίζατε ούτε γνωρίζατε πως δεν την γνωρίζατε, ενώ εγώ δεν την γνώριζα και η συζήτηση απέδειξε πως δεν την γνώριζα. Βεβαίως δεν την γνωρίζω αλλά γνώριζα πως δεν γνωρίζω. Τελικά εσείς δεν γνωρίζατε τίποτα , ενώ εγώ γνώριζα ένα ,ότι δεν γνωρίζω τίποτα. Έτσι με ένα τρόπο μαθηματικό, υποχρεωτικό δηλαδή σε όλους μας, γεννήθηκε η πρόταση που ξεχώρισε τον άνθρωπο από το ζώο. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Συμπέρασμα: Ο Σωκράτης δεν ειρωνεύεται. Οι άλλοι αυτή την γνώση της απόγνωσης την έπαιρναν για ειρωνεία. Την είπαν από τότε Σωκρατική ειρωνεία.
Βέβαια και ο Ιησούς με την στάση του την ειρωνεία δίδαξε. Στο ερώτημα του Πιλάτου, «τι εστί αλήθεια;» Ο Ιησούς σωπαίνει, δηλώνει δηλαδή την άγνοια του Σωκράτη και του Οιδίποδα. Όταν μαθαίνει βρίσκεται πλέον στο τέλος του βίου του, στην κορυφή του όρους. Το «ου γαρ οίδασι» για τους ληστές είναι το «ουδέν οίδα» του Σωκράτη. Το «εν οίδα» του Σωκράτη στον Ιησού φαίνεται στον κήπο της Γεσθημανή. Εκεί ο Χριστός γνώρισε το ένα. Τον εγκατέλειψαν και οι τρεις πιο πιστοί μαθητές του. Τρείς φορές ήρθε και τις τρείς κοιμόντουσαν. Και έμεινε μόνος, όπως ο Σωκράτης ήπιε το κώνιο, ή ο Οιδίποδας έβγαλε τα μάτια του και ανηφόρησε με τον σταυρό στη πλάτη του. Την είπανε Ιησουϊτική ειρωνεία. Η διαφορά της από την Αττική τραγωδία - ειρωνεία είναι ότι είναι αφύσικη και πάνω από τα ανθρώπινα όρια, εκεί που η Αττική τραγωδία - ειρωνεία είναι απόλυτα φυσική και ανθρώπινη.
Η ειρωνεία είναι ένα είδος δράσης, είναι το οξυγόνο του πνεύματος του ανθρώπου στα έργα του.
Όλοι οι μεγάλοι του πνεύματος στην Ιστορία με την ειρωνεία προσπάθησαν να δημιουργήσουν. Εκτός από τους προαναφερόμενους, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Κικέρωνας , ο Οράτιος, ο Τάκιτος, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Βολτέρος, ο Γκαίτε, ο Μπρεχτ είναι μερικοί από τους είρωνες.
Στον Καβάφη θα σταματήσω να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά καθώς η Καβαφική ειρωνεία έχει μέσα της κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Στα ποιήματα του Καβάφη υπάρχουν ταυτόχρονα το τραγικό και το κωμικό, το αληθινό και προσποιητό, σε ενιαίο σύνολο. Όχι σαν Κένταυρος, που είναι πάνω άνθρωπος και κάτω άλογο. Σαν σώμα ανθρώπινο που ενώ είναι ζωντανό, τώρα ζει, είναι και δυνάμει νεκρό, αύριο θα πεθάνει.
Στο ποίημά του «Στα 200 πχ» κατακεραυνώνει τους Σπαρτιάτες που δεν συμμετείχαν στο πόλεμο στη Περσία με τον Αλέξανδρο, θαυμάζοντας την εκστρατεία δοξάζει τους Αλεξανδρινούς, Αντιοχείς, Σελευκίδες και τους άλλους της Αιγύπτου και της Συρίας. Όλα αυτά στο επιφανειακό και στο προσποιητό.
Όλοι γνωρίζουμε την γνώμη του Καβάφη για την Σπάρτη και τους Σπαρτιάτες. Είναι η ωραία Ελένη για την ποίηση. Είναι οι 300 οπλίτες που έμειναν στις Θερμοπύλες. Είναι ο Ηρακλής προσπερνά την κακία και χαιρετά με διάθεση την Αρετή. Είναι ο Λυκούργος που φύτευσε την ελιά στην Ολυμπία και ξεκίνησαν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Είναι οι κολώνες του Παρθενώνα δωρικού ρυθμού. Είναι οι Καρυάτιδες, κόρες από τις Καρυές της Λακωνίας. Είναι ο φιλολάκωνας Πλάτων με το «Λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν». Όλα αυτά είναι η βασίλισσα Κρατησίκλεια που βαστάει την δόξα των ανθρώπων στα χέρια της, θα μας πει ο Καβάφης στο άλλο ποίημά του το «εν Σπάρτη». Όπως εκφράζει και την καταφρόνια του για τους επίγονους στα ελληνιστικά βασίλεια, «Είναι γελοίος ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή», θα πει σε άλλο ποίημά του «Η δόξα των Πτολεμαίων» για τον ξεπεσμένο επίγονο, επίσης σε μια άλλη αναφορά «Το φρόνιμα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός να νοιώσει ο Λαγίδης χθεσινός». Ο Λαγίδης είναι ένας επίγονος που πριν ήταν εργολάβος σε χοιροτροφική μονάδα και οικονόμησε πολλά χρήματα.
Και για τον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Στα 200 πχ». Για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα. Είναι το προσποιητό, διότι το αληθινό που είναι κρυμμένο μας λέει πως «Μην πιάνετε στο στόμα σας τους Λακεδαιμονίους τους βρωμίζετε». ’Αυτός είναι ο Καβάφης με την ειρωνεία του και όποιος δεν βλέπει την ειρωνεία στα ποιήματά του Καβάφη στο βιβλίο, βλέπει τα παπούτσια του παπουτσή στο μαγαζί, καθόσον στα τούρκικα σημαίνει Τσαγκάρης.
Ο Αριστοτέλης στην εποχή του την ειρωνεία την χαρακτήρισε υποκρισία, με υπερβολική μετριοφροσύνη. Προσδιορίζει μας λέει τρόπο συμπεριφοράς δηλαδή να κατηγορείς με ειρωνικό έπαινο ή να επαινείς με ειρωνική κατηγορία. Κατηγορείς θέλοντας να επαινέσεις ή επαινείς θέλοντας να κατηγορήσεις.
Από τότε εξελίχθηκε σε λογοτεχνικό είδος. Βασικό γνώρισμα της ειρωνείας είναι η αντίθεση ανάμεσα σαυτό που φαίνεται και στην πραγματικότητα. Εδώ υπάρχει μια άγνοια που στον είρωνα είναι ψεύτικη και στο θύμα αληθινή και που έχει κωμικό αποτέλεσμα.
Αλλά και οι ειρωνικές καταστάσεις παρουσιάζονται και σκοπό έχουν να εκθέσουν την υποκρισία ,την υπερηφάνεια, και βέβαια την ανοησία ή την ματαιοδοξία.
Τα περιπολικά της Αστυνομίας που καταφθάνουν με χαρακτηριστική καθυστέρηση, που είναι αρκετά, καλογυαλισμένα, γεμάτα με αστυνομικούς, όμως η ληστεία έχει ολοκληρωθεί, τα θύματα ξαπλωμένα στο έδαφος και οι ληστές άφαντοι. Είναι ένα παράδειγμα υποκρισίας, και ένα δεύτερο από τον Όμηρο. Όταν ο Οδυσσέας έχει γυρίσει στην Ιθάκη και κάθεται στο παλάτι μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, ακούει έναν από τους μνηστήρες, να μιλάει περιφρονητικά αποκλείοντας το ενδεχόμενο της επιστροφής του. Είναι η ειρωνεία της ανοησίας ή ακόμα και της ηθελημένης άγνοιας.
Με ρώτησαν: Ελένη ποια είναι η καταγωγή σου; Απάντησα πως οι γονείς μου ήταν Άνθρωποι.
Σας χαιρετώ εις το επανιδείν.