Ποιος ήταν ο Γεώργιος Τσοχώνης από την Βαμβακού
Μοιράσου το άρθρο:
13-02-2024
Γράφει ο Νίκος Νικηταρίδης
Μάνα επιστημόνων και εμπόρων η Βαμβακού, είναι περήφανη για τα παιδιά της που διέπρεψαν και διαπρέπουν σε όλον τον κόσμο. Περίοπτη θέση κατέχει μεταξύ αυτών ο Γεώργιος Τσοχώνης, ο οποίος γεννήθηκε στο λακωνικό αυτό χωριό το 1852(;), με πατέρα τον Βασίλειο Τσοχώνη που επί σειρά ετών εξέθρεψε πνευματικά πολλές γενιές Βαμβακιτών και μητέρα τη Γαρυφαλιά Τσοχώνη.
Αφού έλαβε τα πρώτα του μαθήματα στη Βαμβακού, μετέβη στη Σπάρτη, το γυμνάσιο της οποίας περάτωσε το 1869, πάντοτε πρωτεύων μεταξύ των συμμαθητών του. Ήταν δε τέτοια τα φιλοπατριωτικά του αισθήματα, που έφηβος ακόμα έσπευσε το 1866 στο λιμάνι του Γυθείου για να βρει, ματαίως όμως, μέσο όπως μεταβεί στην αγωνιζόμενη Κρήτη.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές και ολιγόμηνη διαμονή στη Βαμβακού, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε για περίπου 3 χρόνια στο εκεί Χρηματιστήριο, μαθαίνοντας άπταιστα γαλλικά και ιταλικά. Έχοντας όμως μέσα του το μικρόβιο του εμπορίου, φεύγει για τη Μασσαλία για να συναντήσει τον συμπατριώτη του Γεωργιάδη, αλλά έκατσε μόλις 4 μήνες αφού δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει κατάλληλη εργασία.
Το 1875 αναζητώντας την τύχη του στην Αφρική, αρχίζει να εργάζεται στον εμπορικό οίκο Fisher & Randall στη Freetown της Σιέρρα Λεόνε, όπου το 1879 μαζί με το Σκωτσέζο George Paterson ιδρύουν την εταιρία Paterson Zochonis, γνωστή στην περιοχή ως «The Two George», που έμελε να εξελιχθεί σ’ ένα μεγάλο εμπορικό οίκο.
Το 1899 η εταιρία ανοίγει το πρώτο υποκατάστημα στη Νιγηρία, για να ακολουθήσουν αυτά της Λιβερίας και της Γουϊνέας, ενώ σε μικρό χρονικό διάστημα θα εξαπλωθεί σε όλες τις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και κυρίως στο Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη οι λίγοι Έλληνες που βρίσκονταν στις χώρες αυτές προσλήφθηκαν ως πράκτορες της εταιρίας. Το 1884 ανοίγει γραφείο στο Λίβερπουλ, με στόχο τις εξαγωγές προϊόντων της Δυτικής Αφρικής (καφές, δέρματα, ξυλεία, φιστίκια και προϊόντα φοίνικα) προς την Ευρώπη και εισαγωγές υφασμάτων και ειδών διατροφής από την Ευρώπη στη Δ. Αφρική. Το 1886 τα γραφεία μεταφέρονται στο Μάντσεστερ, όπου παραμένουν ως τις μέρες μας.
Στις 2/12/1929 πεθαίνει άτεκνος και αφού προηγουμένως είχε φύγει από τη ζωή η κατά 35 έτη Αγγλίδα σύζυγος του Εύα.
Ο Γεώργιος Τσοχώνης δεν ήταν μεγάλος ευεργέτης μονάχα της Βαμβακού, αλλά και ολόκληρης της Λακωνίας. Γι’ αυτό, παρότι έλειπε στο εξωτερικό, τον έστειλε με μεγάλη πλειοψηφία πρώτο αντιπρόσωπο της στη Γ΄ Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση στα 1910.
Μεταξύ άλλων, ο Τσοχώνης είχε προσφέρει 200.000 δρχ. για την κατασκευή του αμαξωτού δρόμου Αράχοβα - Βαμβακού, 100.000 δρχ. για την επισκευή των σχολείων του χωριού του, 60.000 δρχ. για την επισκευή εσωτερικών δρόμων της Βαμβακού και για την κατασκευή της οδού που οδηγεί στην Κάτω Βρύση και στη θέση Μπλουτσιούκα στην οποία και δόθηκε η επωνυμία «Οδός Μάντσεστερ», όπως επίσης και για τη μεταφορά και μετατροπή του πρώην νεκροταφείου σε κήπο, που πήρε την ονομασία «Κήπος Γεωργίου Τσοχώνη».
Πηγές:
Σπαρτιάτικον Ημερολόγιον, Σπάρτη 1909
Καρυές, Αθήνα 2-3/1989, 5-6/1989, 7-8/1989
Δημότης, Πειραιάς 18/1/2013
Αφού έλαβε τα πρώτα του μαθήματα στη Βαμβακού, μετέβη στη Σπάρτη, το γυμνάσιο της οποίας περάτωσε το 1869, πάντοτε πρωτεύων μεταξύ των συμμαθητών του. Ήταν δε τέτοια τα φιλοπατριωτικά του αισθήματα, που έφηβος ακόμα έσπευσε το 1866 στο λιμάνι του Γυθείου για να βρει, ματαίως όμως, μέσο όπως μεταβεί στην αγωνιζόμενη Κρήτη.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές και ολιγόμηνη διαμονή στη Βαμβακού, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε για περίπου 3 χρόνια στο εκεί Χρηματιστήριο, μαθαίνοντας άπταιστα γαλλικά και ιταλικά. Έχοντας όμως μέσα του το μικρόβιο του εμπορίου, φεύγει για τη Μασσαλία για να συναντήσει τον συμπατριώτη του Γεωργιάδη, αλλά έκατσε μόλις 4 μήνες αφού δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει κατάλληλη εργασία.
Το 1875 αναζητώντας την τύχη του στην Αφρική, αρχίζει να εργάζεται στον εμπορικό οίκο Fisher & Randall στη Freetown της Σιέρρα Λεόνε, όπου το 1879 μαζί με το Σκωτσέζο George Paterson ιδρύουν την εταιρία Paterson Zochonis, γνωστή στην περιοχή ως «The Two George», που έμελε να εξελιχθεί σ’ ένα μεγάλο εμπορικό οίκο.
Το 1899 η εταιρία ανοίγει το πρώτο υποκατάστημα στη Νιγηρία, για να ακολουθήσουν αυτά της Λιβερίας και της Γουϊνέας, ενώ σε μικρό χρονικό διάστημα θα εξαπλωθεί σε όλες τις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και κυρίως στο Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη οι λίγοι Έλληνες που βρίσκονταν στις χώρες αυτές προσλήφθηκαν ως πράκτορες της εταιρίας. Το 1884 ανοίγει γραφείο στο Λίβερπουλ, με στόχο τις εξαγωγές προϊόντων της Δυτικής Αφρικής (καφές, δέρματα, ξυλεία, φιστίκια και προϊόντα φοίνικα) προς την Ευρώπη και εισαγωγές υφασμάτων και ειδών διατροφής από την Ευρώπη στη Δ. Αφρική. Το 1886 τα γραφεία μεταφέρονται στο Μάντσεστερ, όπου παραμένουν ως τις μέρες μας.
Στις 2/12/1929 πεθαίνει άτεκνος και αφού προηγουμένως είχε φύγει από τη ζωή η κατά 35 έτη Αγγλίδα σύζυγος του Εύα.
Ο Γεώργιος Τσοχώνης δεν ήταν μεγάλος ευεργέτης μονάχα της Βαμβακού, αλλά και ολόκληρης της Λακωνίας. Γι’ αυτό, παρότι έλειπε στο εξωτερικό, τον έστειλε με μεγάλη πλειοψηφία πρώτο αντιπρόσωπο της στη Γ΄ Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση στα 1910.
Μεταξύ άλλων, ο Τσοχώνης είχε προσφέρει 200.000 δρχ. για την κατασκευή του αμαξωτού δρόμου Αράχοβα - Βαμβακού, 100.000 δρχ. για την επισκευή των σχολείων του χωριού του, 60.000 δρχ. για την επισκευή εσωτερικών δρόμων της Βαμβακού και για την κατασκευή της οδού που οδηγεί στην Κάτω Βρύση και στη θέση Μπλουτσιούκα στην οποία και δόθηκε η επωνυμία «Οδός Μάντσεστερ», όπως επίσης και για τη μεταφορά και μετατροπή του πρώην νεκροταφείου σε κήπο, που πήρε την ονομασία «Κήπος Γεωργίου Τσοχώνη».
Πηγές:
Σπαρτιάτικον Ημερολόγιον, Σπάρτη 1909
Καρυές, Αθήνα 2-3/1989, 5-6/1989, 7-8/1989
Δημότης, Πειραιάς 18/1/2013
Μάνα επιστημόνων και εμπόρων η Βαμβακού, είναι περήφανη για τα παιδιά της που διέπρεψαν και διαπρέπουν σε όλον τον κόσμο. Περίοπτη θέση κατέχει μεταξύ αυτών ο Γεώργιος Τσοχώνης, ο οποίος γεννήθηκε στο λακωνικό αυτό χωριό το 1852(;), με πατέρα τον Βασίλειο Τσοχώνη που επί σειρά ετών εξέθρεψε πνευματικά πολλές γενιές Βαμβακιτών και μητέρα τη Γαρυφαλιά Τσοχώνη.
Αφού έλαβε τα πρώτα του μαθήματα στη Βαμβακού, μετέβη στη Σπάρτη, το γυμνάσιο της οποίας περάτωσε το 1869, πάντοτε πρωτεύων μεταξύ των συμμαθητών του. Ήταν δε τέτοια τα φιλοπατριωτικά του αισθήματα, που έφηβος ακόμα έσπευσε το 1866 στο λιμάνι του Γυθείου για να βρει, ματαίως όμως, μέσο όπως μεταβεί στην αγωνιζόμενη Κρήτη.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές και ολιγόμηνη διαμονή στη Βαμβακού, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε για περίπου 3 χρόνια στο εκεί Χρηματιστήριο, μαθαίνοντας άπταιστα γαλλικά και ιταλικά. Έχοντας όμως μέσα του το μικρόβιο του εμπορίου, φεύγει για τη Μασσαλία για να συναντήσει τον συμπατριώτη του Γεωργιάδη, αλλά έκατσε μόλις 4 μήνες αφού δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει κατάλληλη εργασία.
Το 1875 αναζητώντας την τύχη του στην Αφρική, αρχίζει να εργάζεται στον εμπορικό οίκο Fisher & Randall στη Freetown της Σιέρρα Λεόνε, όπου το 1879 μαζί με το Σκωτσέζο George Paterson ιδρύουν την εταιρία Paterson Zochonis, γνωστή στην περιοχή ως «The Two George», που έμελε να εξελιχθεί σ’ ένα μεγάλο εμπορικό οίκο.
Το 1899 η εταιρία ανοίγει το πρώτο υποκατάστημα στη Νιγηρία, για να ακολουθήσουν αυτά της Λιβερίας και της Γουϊνέας, ενώ σε μικρό χρονικό διάστημα θα εξαπλωθεί σε όλες τις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και κυρίως στο Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη οι λίγοι Έλληνες που βρίσκονταν στις χώρες αυτές προσλήφθηκαν ως πράκτορες της εταιρίας. Το 1884 ανοίγει γραφείο στο Λίβερπουλ, με στόχο τις εξαγωγές προϊόντων της Δυτικής Αφρικής (καφές, δέρματα, ξυλεία, φιστίκια και προϊόντα φοίνικα) προς την Ευρώπη και εισαγωγές υφασμάτων και ειδών διατροφής από την Ευρώπη στη Δ. Αφρική. Το 1886 τα γραφεία μεταφέρονται στο Μάντσεστερ, όπου παραμένουν ως τις μέρες μας.
Στις 2/12/1929 πεθαίνει άτεκνος και αφού προηγουμένως είχε φύγει από τη ζωή η κατά 35 έτη Αγγλίδα σύζυγος του Εύα.
Ο Γεώργιος Τσοχώνης δεν ήταν μεγάλος ευεργέτης μονάχα της Βαμβακού, αλλά και ολόκληρης της Λακωνίας. Γι’ αυτό, παρότι έλειπε στο εξωτερικό, τον έστειλε με μεγάλη πλειοψηφία πρώτο αντιπρόσωπο της στη Γ΄ Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση στα 1910.
Μεταξύ άλλων, ο Τσοχώνης είχε προσφέρει 200.000 δρχ. για την κατασκευή του αμαξωτού δρόμου Αράχοβα - Βαμβακού, 100.000 δρχ. για την επισκευή των σχολείων του χωριού του, 60.000 δρχ. για την επισκευή εσωτερικών δρόμων της Βαμβακού και για την κατασκευή της οδού που οδηγεί στην Κάτω Βρύση και στη θέση Μπλουτσιούκα στην οποία και δόθηκε η επωνυμία «Οδός Μάντσεστερ», όπως επίσης και για τη μεταφορά και μετατροπή του πρώην νεκροταφείου σε κήπο, που πήρε την ονομασία «Κήπος Γεωργίου Τσοχώνη».
Πηγές:
Σπαρτιάτικον Ημερολόγιον, Σπάρτη 1909
Καρυές, Αθήνα 2-3/1989, 5-6/1989, 7-8/1989
Δημότης, Πειραιάς 18/1/2013
Αφού έλαβε τα πρώτα του μαθήματα στη Βαμβακού, μετέβη στη Σπάρτη, το γυμνάσιο της οποίας περάτωσε το 1869, πάντοτε πρωτεύων μεταξύ των συμμαθητών του. Ήταν δε τέτοια τα φιλοπατριωτικά του αισθήματα, που έφηβος ακόμα έσπευσε το 1866 στο λιμάνι του Γυθείου για να βρει, ματαίως όμως, μέσο όπως μεταβεί στην αγωνιζόμενη Κρήτη.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές και ολιγόμηνη διαμονή στη Βαμβακού, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε για περίπου 3 χρόνια στο εκεί Χρηματιστήριο, μαθαίνοντας άπταιστα γαλλικά και ιταλικά. Έχοντας όμως μέσα του το μικρόβιο του εμπορίου, φεύγει για τη Μασσαλία για να συναντήσει τον συμπατριώτη του Γεωργιάδη, αλλά έκατσε μόλις 4 μήνες αφού δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει κατάλληλη εργασία.
Το 1875 αναζητώντας την τύχη του στην Αφρική, αρχίζει να εργάζεται στον εμπορικό οίκο Fisher & Randall στη Freetown της Σιέρρα Λεόνε, όπου το 1879 μαζί με το Σκωτσέζο George Paterson ιδρύουν την εταιρία Paterson Zochonis, γνωστή στην περιοχή ως «The Two George», που έμελε να εξελιχθεί σ’ ένα μεγάλο εμπορικό οίκο.
Το 1899 η εταιρία ανοίγει το πρώτο υποκατάστημα στη Νιγηρία, για να ακολουθήσουν αυτά της Λιβερίας και της Γουϊνέας, ενώ σε μικρό χρονικό διάστημα θα εξαπλωθεί σε όλες τις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και κυρίως στο Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη οι λίγοι Έλληνες που βρίσκονταν στις χώρες αυτές προσλήφθηκαν ως πράκτορες της εταιρίας. Το 1884 ανοίγει γραφείο στο Λίβερπουλ, με στόχο τις εξαγωγές προϊόντων της Δυτικής Αφρικής (καφές, δέρματα, ξυλεία, φιστίκια και προϊόντα φοίνικα) προς την Ευρώπη και εισαγωγές υφασμάτων και ειδών διατροφής από την Ευρώπη στη Δ. Αφρική. Το 1886 τα γραφεία μεταφέρονται στο Μάντσεστερ, όπου παραμένουν ως τις μέρες μας.
Στις 2/12/1929 πεθαίνει άτεκνος και αφού προηγουμένως είχε φύγει από τη ζωή η κατά 35 έτη Αγγλίδα σύζυγος του Εύα.
Ο Γεώργιος Τσοχώνης δεν ήταν μεγάλος ευεργέτης μονάχα της Βαμβακού, αλλά και ολόκληρης της Λακωνίας. Γι’ αυτό, παρότι έλειπε στο εξωτερικό, τον έστειλε με μεγάλη πλειοψηφία πρώτο αντιπρόσωπο της στη Γ΄ Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση στα 1910.
Μεταξύ άλλων, ο Τσοχώνης είχε προσφέρει 200.000 δρχ. για την κατασκευή του αμαξωτού δρόμου Αράχοβα - Βαμβακού, 100.000 δρχ. για την επισκευή των σχολείων του χωριού του, 60.000 δρχ. για την επισκευή εσωτερικών δρόμων της Βαμβακού και για την κατασκευή της οδού που οδηγεί στην Κάτω Βρύση και στη θέση Μπλουτσιούκα στην οποία και δόθηκε η επωνυμία «Οδός Μάντσεστερ», όπως επίσης και για τη μεταφορά και μετατροπή του πρώην νεκροταφείου σε κήπο, που πήρε την ονομασία «Κήπος Γεωργίου Τσοχώνη».
Πηγές:
Σπαρτιάτικον Ημερολόγιον, Σπάρτη 1909
Καρυές, Αθήνα 2-3/1989, 5-6/1989, 7-8/1989
Δημότης, Πειραιάς 18/1/2013