Γιάννης Παπαδόπουλος: Ο θρυλικός Μπομπόνιας του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ
Μοιράσου το άρθρο:
01-11-2024
Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος
Στη Σπάρτη του παλιού καιρού αν ρωτούσες για τον Γιάννη Παπαδόπουλο σε κοίταζαν με απορία και αμηχανία. Αν όμως ρωτούσες για τον Μπομπόνια, ΟΛΟΙ ήξεραν να σου πουν, γιατί έτσι είχαν «βαφτίσει» και έτσι γνώριζαν οι πάντες τον ποδοσφαιριστή θρύλο του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ»: «Ο Μπομπόνιας»!!!
Η οικογένεια του Μπομπόνια είχε ρίζες Κωνσταντινουπολίτικες. Μετά τη Μικρασιατική Kαταστροφή βρέθηκαν στο Δουργούτι, στο Ν. Κόσμο Αθηνών, την παραγκούπολη των Αρμενίων και των Μικρασιατών προσφύγων, εκεί που ο Ιλισός φούσκωνε απ’ τις βροχές παίρνοντας μαζί του τις παράγκες αλλά και τα όνειρα των ανθρώπων. Η προσφυγική αυτή παραγκούπολη αποτέλεσε και το σκηνικό της ταινίας του Ν. Κούνδουρου «Μαγική πόλη», στα 1954.
Εκεί, στο Δουργούτι, γεννήθηκε στα 1929 ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο κοσμαγάπητος «Μπομπόνιας». Δυστυχώς, ο μικρός Γιαννάκης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα προσφυγικά, και τα τέσσερα αδέρφια του ο Σταύρος, η Φρόσω, η Δέσποινα και η Καλλιόπη δεν χάρηκαν τον πατέρα τους, ο οποίος «χάθηκε» μέσα σ’ εκείνη την τρομακτική φουρτούνα των καιρών.
Κάπου αρχές του ’30 η «ορφανή», πλέον, οικογένεια χωρίστηκε για τις ανάγκες της επιβίωσης: Η γιαγιά με δυο παιδιά της, το Μανώλη και τον Θεοχάρη και με δυο απ’ τα εγγονάκια της, τον Γιάννη και τη Φρόσω βρέθηκαν στη Σπάρτη και «κούρνιασαν», σαν τα αγριοπερίστερα μέσα στην μπόρα, σ’ ένα χαμόσπιτο στα νότια του Λόφου (απέναντι από το σημερινό Ξυλουργείο Τσελέκη).
Σχολείο ο Γιάννης πήγε μια - δυο τάξεις, ίσα που να μάθει να γράφει και να διαβάζει, και από μικρός μπήκε στη δουλειά: Παραπαίδι σε συνεργεία, φορτοεκφορτωτής, εργάτης, οδηγός σε φορτηγά, διανομέας …Ούτε και ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσες δουλειές είχε αλλάξει. Στο σχολείο της ζωής ο Γιάννης Παπαδόπουλος είχε μάθει καλά ότι «η δουλειά δεν είναι ντροπή». Γι’ αυτό και δεν έλεγε «όχι» σε καμιά δουλειά, όσο σκληρή κι αν ήταν, προκειμένου να βγάλει το μεροκάματο για την οικογένειά του, μιας και δεν βρήκε τίποτα έτοιμο στη ζωή του.
Ολόκληρη η ζωή του Γιάννη ήτανε ένας διαρκής και σκληρός αγώνας γι’ αυτό και όταν στις λιγοστές ώρες της σκόλης έπαιζε ξυπόλητος μπάλα με τους φίλους του στις αλάνες γύρω από τον Λόφο ήτανε από τους καλύτερους, μιας και το ποδόσφαιρο ένας αγώνας ήτανε κι αυτό. Όπου τον έχανες κι όπου τον έβρισκες τον Γιάννη, τις ώρες που δεν είχε δουλειά, κυνηγούσε μια μπάλα.
Προπονητή δεν χρειαζότανε. Η σκληρή δουλειά είχε αναλάβει να τον προπονεί, ώστε να έχει σώμα γερό, πόδια δυνατά και στέρεα, να πηδά ψηλά, να είναι γρήγορος, να έχει αντοχή και ευστροφία μυαλού, να μένει όρθιος στις συγκρούσεις με τους αντίπαλους παίχτες την ώρα που αυτοί σωριάζονταν στο έδαφος. Ψηλός,1,96 μ. , ήτανε άπιαστος στις κεφαλιές (έκανε και ψαράκια) και αμυντικά ήτανε σκληρός και απροσπέλαστος. Αν και Κων/πολίτης δεν ήταν ΑΕΚτζής αλλά Παναθηναϊκός.
Σε κάθε ματς στις αλάνες, (μέσα στη σκόνη, στις πέτρες και στα τριβόλια), γρήγορα μαζευόταν γύρω φίλαθλο κοινό, για να περάσει την ώρα του. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινό βρέθηκε κάποιο καλοκαίρι κι ένας Μητρούσης (;), Ελληνο-Αμερικάνος, που είχε έρθει από τις ΗΠΑ στη Σπάρτη, για να δει τους δικούς του. Βλέποντας τον Γιάννη Παπαδόπουλο σε ένα ματς, εκεί στην αλάνα, θαύμασε το παιχνίδι του, ιδιαίτερα τη δύναμή του, και φώναξε: «Α, ρε Μπομπόνα»!!!
(Ο Μπομπόνας, όπως είπε ο Μητρούσης, ήταν ένας ονομαστός παλαιστής του καιρού εκείνου στην Αμερική).
Έτσι του ’μεινε του Γιάννη Παπαδόπουλου το παρατσούκλι «Μπομπόνιας». Αν κάποιος έλεγε «Γιάννης Παπαδόπουλος» εθεωρείτο άγνωστος.
Μεγαλώνοντας, ο Μπομπόνιας, παράλληλα με το ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό και διακρίθηκε στο Άλμα Τριπλούν, τότε που ο Αθλητισμός ήτανε Ιδέα και καημός ψυχής και τίποτε άλλο. Με προπόνηση ατομική στο σκάμμα του Γυμνασίου Αρρένων, στο περιθώριο της δουλειάς και των ποδοσφαιρικών του υποχρεώσεων (πότε -άραγε-τα προλάβαινε όλα;), διαμόρφωσε υψηλές επιδόσεις στο «τριπλούν» και ανέβηκε αρκετές φορές στο βάθρο των νικητών.
Μετά τις αλάνες, ήρθε η ώρα να παίξει ο Μπομπόνιας, επιτέλους, ποδόσφαιρο ΚΑΙ στο γήπεδο. Πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα του Μπομπόνια ήταν η θρυλική «ΑΜΙΛΛΑ» και μετά ο «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ», επί Στέλιου Τσολακίδη, ο οποίος αναμόρφωσε το σπαρτιατικό ποδόσφαιρο και έβγαλε πολλά ταλέντα, δουλεύοντας εκτός από το σώμα ΚΑΙ τον χαρακτήρα των ποδοσφαιριστών του. Λόγω της δύναμης και του ύψους του, ο Μπομπόνιας, καθιερώθηκε στη θέση του σέντερ- μπακ και για χρόνια πολλά αποτέλεσε αξεπέραστο αμυντικό δίδυμο με τον Δημητράκη Ανδριώτη.
Ο Μπομπόνιας υπήρξε κορυφαίος παίχτης του Σπαρτιατικού και η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Λακωνίας. Με το παιχνίδι του αλλά και με το αγωνιστικό του ήθος κέρδισε άξια τον σεβασμό και την αναγνώριση των αντιπάλων του. Διακρινόταν, λόγω του ύψους του, στο ψηλό παιχνίδι και του άρεσε να κάνει και θεαματικά « ψαράκια» κι ας προσγειωνόταν πάνω στο χώμα και στα χαλίκια, γεμίζοντας τα χέρια και τα πόδια του με γρατζουνιές και ενίοτε με μεγαλύτερα και βαθύτερα τραύματα. Το παιχνίδι του ήτανε σκληρό, γεμάτο πείσμα, αλλά όχι αντιαθλητικό.
Λέει ο Σούλης Σακκέτας*, συμπαίχτης-θρύλος του Μπομπόνια και επιθετικό χαφ του Σπαρτιατικού: «Ο Μπομπόνιας, στη δουλειά του, βούταγε ένα γεμάτο σακί και το σήκωνε στον αέρα σαν πούπουλο. Πολύ δυνατός! Θηρίο! Γι’ αυτό και είχε ένα σώμα γερό και τα χέρια και τα πόδια του ήτανε, δυνατά και ανίκητα».
* («Ο Σούλης Σακκέτας ήταν το «αέρινο» χαφ του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ. Μαζί με τον Τάσο Μαζαράκο, αποτελούσαν την σπονδυλική στήλη του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ. Ο Μαζαράκος έπαιζε κυρίως αμυντικά και ο Σακκέτας επιθετικά. Είχαν άριστη συνεννόηση και έπαιρναν όλο το παιχνίδι επάνω τους. Ο Μαζαράκος έκοβε τις μπαλιές με δυναμισμό κι ευκινησία κι ο Σακκέτας προωθούσε την μπάλα με ακρίβεια και επινοητικότητα. Εμείς οι παλιότεροι θυμόμαστε ακόμα με θαυμασμό και νοσταλγία τις ωραίες στιγμές που μας είχαν χαρίσει στο γήπεδο ο Σούλης Σακκέτας και ο Τάσος Μαζαράκος με το συνδυασμένο παιχνίδι τους και την ακατάβλητη αγωνιστικότητά τους.» (ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, Ανδρέας Χιώτης, 7 Σεπτεμβρίου 1982)
Ο συμπαίχτης και προπονητής του Μπομπόνια, ο Στέλιος Τσολακίδης, για τη δύναμη, την απλότητα και την αποτελεσματικότητα του παιχνιδιού του τον έλεγε «ξύλινο».
(«Από τα μπακ θυμάμαι τον Μπομπόνια, έναν πανύψηλο για τα ελληνικά δεδομένα ποδοσφαιριστή (κοντά δύο μέτρα) αλλά «ξύλινο» όπως τον φώναζε ο προπονητής του ο Τσολακίδης» «Το ποδόσφαιρο και οι ομάδες στη Σπάρτη 1948-1954-Ηλίας Ρόρρης, ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ 10-3-2018»)
Ο Μπομπόνιας, με τον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ», έπαιξε απέναντι σε σπουδαίες ομάδες και μεγάλους ποδοσφαιριστές, σκορπίζοντας αισθήματα θαυμασμού και ενθουσιασμού για το γεμάτο ουσία αλλά και αυτοθυσία παιχνίδι του, σ’ εκείνα τα παλαιά γήπεδα που αντί για χορτάρι είχαν χώμα, αγκάθια και κοφτερές πέτρες. Ο Μπομπόνιας, ήδη από το πρώτο του παιχνίδι, έγινε ένας από τους «Ήρωες της Κυριακής», τους οποίους πήγαιναν οι φίλαθλοι να καμαρώσουν τα κυριακάτικα εκείνα απογεύματα.
«Μέχρι να δημιουργηθεί το σημερινό Στάδιο της Σπάρτης, στο πρώτο μισό της 10ετίας του ’50, ο Σπαρτιατικός (όπως και οι άλλες τοπικές ποδοσφαιρικές ομάδες) έπαιζαν στο γήπεδο του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης, του οποίου οι τσιμεντένιες κερκίδες, οι ταράτσες και οι εξώστες, ο χώρος γύρω από το γήπεδο αλλά και τα κάγκελα ολόγυρα γέμιζαν με κόσμο, μικρούς και μεγάλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, που απολάμβαναν τους αγώνες, σ’ εκείνους τους δύσκολους και στενάχωρους καιρούς, έχοντας το ποδόσφαιρο, το λαοφιλές αυτό άθλημα, σαν αποκούμπι. Οι θεατές εκείνων των ποδοσφαιρικών αγώνων είχαν μιαν ενότητα ψυχής και ζωής με τους ποδοσφαιριστές, που ήταν σάρκα από τη σάρκα τους, που κι εκείνοι ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, αγωνιστές της ζωής, αλλά ήταν ταυτόχρονα και οι λαϊκοί ήρωες της εποχής.
Αξίζει να θυμηθούμε, μέσα από φωτογραφίες της εποχής, τους παιχταράδες του Σπαρτιατικού, οι οποίοι, μετά τη δουλειά, κρέμαγαν τα ρούχα τους σε μια κρεμάστρα ή σε μια πρόκα του σπιτιού και με τα «ποδοσφαιρικά» τους πήγαιναν στο Γυμνάσιο, για να παίξουν μπάλα, με μόνη ανταμοιβή την προσωπική τους ευχαρίστηση από το παιχνίδι αλλά και τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα των φιλάθλων. Οι ποδοσφαιριστές, τότε, αποτελούσαν όχι ομάδες, με την έννοια τη σημερινή, αλλά μεγάλες παρέες φίλων, που μέσα στο γήπεδο έπαιζαν περισσότερο με την καρδιά τους και λιγότερο με τη λογική. Κι αν ασχολούμαστε, εμείς, σήμερα, με το ποδόσφαιρο του «Τότε», το κάνουμε, όχι μόνο από νοσταλγία, αλλά γιατί συνδέεται με τη ζωή μας, με τους παππούδες, τους πατεράδες μας και με το «Σήμερα».»
(«Το ποδόσφαιρο και οι ομάδες στη Σπάρτη 1948-1954 - Ηλίας Ρόρρης, ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ 10-3-2018»
Σίγουρα, μεγάλη στιγμή του Μπομπόνια ήταν όταν ο «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ», με προπονητή τον Αντώνη Ρεμούνδο, παλαιό διεθνή παίκτη του Αστέρα Αθηνών, έφτασε στους προημιτελικούς του κυπέλλου Ελλάδας 1954-55, νικώντας μια σειρά σημαντικών αντιπάλων.
Στη φάση αυτή έπαιξε στην Αθήνα με τον κραταιό «ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΜΥΡΝΗΣ» (Ριζούπολη), τη φημισμένη «Ελαφρά Ταξιαρχία», από τον οποίο και αποκλείστηκε, ύστερα από μια μεγάλη εμφάνιση, με σκορ 2-1.
(Το γκολ του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ είχε πετύχει ο θαυμάσιος Σαράντος Ρασσιάς, ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, μεγάλη βεντέτα του λακωνικού ποδοσφαίρου, κορυφαίος άσσος και γκολτζής της ομάδας).
Εκείνη την Κυριακή, στις 6 Μαρτίου του 1955, ο αγώνας ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΜΥΡΝΗΣ - ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ ήταν ο μοναδικός που μεταδόθηκε ολόκληρος από το ραδιόφωνο (Β΄ Πρόγραμμα και «Ενόπλων»), και τον άκουσαν με καμάρι και αγωνία όλοι οι Σπαρτιάτες, συγκεντρωμένοι γύρω από ελάχιστα ραδιόφωνα εκείνης της εποχής, σε σπίτια, περίπτερα, ταξί και όπου αλλού γινόταν η αναμετάδοση.
Ρεπορτάζ για τον σπουδαίο αυτό αγώνα, με εγκωμιαστικά σχόλια για τον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ» και με διακριθέντα τον Μπομπόνια, δημοσιεύθηκαν στις αθλητικές εφημερίδες της εποχής (ΗΧΩ και ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ) μαζί με μια εξαιρετική φωτογραφία του δεύτερου γκολ του «ΑΠΟΛΛΩΝΑ».
Στην φωτογραφία αυτή διακρίνονται (από αριστερά προς τα δεξιά) ο Θανάσης Ρεμπής, ο Σούλης Σακκέτας, ο Τάσος Μαζαράκος και ο Μπομπόνιας, οι οποίοι παρακολουθούν την μπάλα να μπαίνει στα δίχτυα του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ» . Η έκφραση οδύνης στο πρόσωπο του Μπομπόνια είναι χαρακτηριστική της ποδοσφαιρικής του ιδιοσυγκρασίας και περηφάνιας: Ο Μπομπόνιας έπαιζε πάντα για τη νίκη και δεν μπορούσε να αποδεχτεί καμιά ήττα.
Για να φανεί ακόμα καλύτερα τι σήμαινε αυτό το αποτέλεσμα και αυτή η εμφάνιση του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ» απέναντι στον «ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΜΥΡΝΗΣ», στα 1955, αρκεί να πούμε ότι ο «ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ» εκείνη την περίοδο, έφτασε στα ημιτελικά του κυπέλλου, όπου αποκλείστηκε από τον Παναθηναϊκό με 2-1, αφού πρώτα, στη φάση των 16, νίκησε το «ΑΙΓΑΛΕΩ» με 3-1, και στα προημιτελικά τον «ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» με 3-1!!! (Ο Παναθηναϊκός πήρε το κύπελλο 1954-55, νικώντας στον τελικό τον ΠΑΟΚ με 2-0)
Δουλειά σκληρή από το πρωί , στους δρόμους, στα πεζοδρόμια και στα μαγαζιά της Σπάρτης, το απόγευμα προπόνηση και μετά... πάλι δουλειά. Το όνειρο και η προσμονή όλης της βδομάδας ήτανε το ματς της Κυριακής. Πολλές φορές, ο Μπομπόνιας, από τη δουλειά πήγαινε κατευθείαν στο παιχνίδι και, μάλιστα, χωρίς να έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του. Μια φορά, διηγούνται, πήγαιναν στην Καλαμάτα για αγώνα. Σταμάτησαν στον Ταΰγετο, στην Αλαγονία, για να τσιμπήσουν κάτι. Η παρέα του Μπομπόνια παράγγειλε μια σαλάτα. Ώσπου να κάτσουνε στο τραπέζι και να πούνε δυο κουβέντες, την έκανε ο Μπομπόνιας έτσι με το ψωμί, τη σάρωσε τη σαλάτα. Κάθονται οι άλλοι … «πού είναι η σαλάτα;». « Συγγνώμη παιδιά… θα παραγγείλω άλλη… πείναγα… έφυγα κατευθείαν από τη δουλειά χωρίς να έχω φάει τίποτα.»
Έτσι νηστικοί και φτωχοί έπαιζαν μπάλα ο Μπομπόνιας και οι άλλοι παίχτες της εποχής του. Δεν έπαιρναν φράγκο. Μόνο κανένα τραπέζωμα τους έκαναν μετά από κάποια σπουδαία νίκη, μερικοί «ματσωμένοι» παράγοντες και οπαδοί του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ».
Τότε, στα χρόνια του Μπομπόνια, στους καιρούς της ποδοσφαιρικής αθωότητας δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση, ούτε βίντεο, ούτε καν φωτογραφικές μηχανές για να αποτυπώσουν το παιχνίδι του Μπομπόνια και των συμπαιχτών του. Ο θρύλος του Μπομπόνια και των άλλων άσσων του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου δημιουργήθηκε μέσα από την προφορική παράδοση όσων τους είδαν στο γήπεδο, από τις τοπικές εφημερίδες της εποχής και, δευτερευόντως, από τις αθλητικές, αθηναϊκές εφημερίδες που «στα ψιλά» αναφέρονταν καμιά φορά και στο επαρχιακό ποδόσφαιρο. Γιατί πραγματικά υπήρξαν αδικημένοι ΟΛΟΙ αυτοί οι παλαιοί ποδοσφαιριστές, αφού διασώθηκαν ελάχιστα από την ποδοσφαιρική τους ζωή.
«Πώς μπορείς να περιγράψεις μια ντρίμπλα, ένα θεαματικό γκολ, εάν δεν συνοδεύονται από την εικόνα; Μένουμε, λοιπόν, αναγκαστικά στην άποψη των συγχρόνων τους, που τους είδαν και μπορούν να κάνουν συγκρίσεις με τους μεταγενέστερους.» (ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Άγγελος Μενδρινός)
Στα 1953, ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Μπομπόνιας, παντρεύτηκε, από αγάπη, τη Λούλα Σπυριδάκου, κομμώτρια που εργαζόταν στο σπίτι της, εκεί ψηλά στη Χαμαρέτου. Βρήκε και ο Μπομπόνιας μόνιμη δουλειά σαν διανομέας, με το τρίκυκλό του, στην αντιπροσωπεία μπίρας και αναψυκτικών «ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΟΥ» και έχτισαν τη ζωή τους με αγάπη, με θέληση, σύνεση και υπομονή, λιθάρι το λιθάρι, απλά, τίμια και στέρεα, αποκτώντας και δυο υπέροχα παιδιά, τον Ηλία (1955) και τη Διαμάντω (1956).
Ο Μπομπόνιας, σ’ ολόκληρη τη ζωή του παρέμεινε γνήσιος, ντόμπρος και αυθεντικός, ένας άνθρωπος «μάλαμα» όπως τον χαρακτήρισε αυθόρμητα ο κορυφαίος συμπαίχτης και επιστήθιος φίλος του, Σούλης Σακκέτας. Ένας χαρακτήρας καλοκάγαθος, ήρεμος, «γίγαντας με ψυχή παιδιού», που πάσχιζε καθημερινά, με νύχια και με δόντια, να στήσει όρθια τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του με όπλα την αξιοπρέπεια και τις ηθικές αξίες. Συμπονούσε, βόηθαγε και υπεράσπιζε τους αδύναμους και τους αδικημένους παντού όπου τους συναντούσε, μιας και ο ίδιος ήξερε καλά από μικρό παιδί τι σημαίνει να ζεις στους ίσκιους της ζωής. Άξιος πατέρας και καλός σύζυγος, πάλευε συνεχώς για μια καλύτερη μοίρα των παιδιών και της οικογένειάς του. Στις μέρες και τις ώρες που δεν είχε δουλειά και ποδόσφαιρο πήγαινε με την παρέα του στα παλιά ταβερνάκια της Σπάρτης για κρασάκι, για μεζέ και κουβέντα. Ήτανε γλεντζές τύπος και χορευταράς.
Έμεινε πάντα σεμνός και ταπεινός κι ας είχε αποκτήσει δόξα και φήμη και είχε γίνει σύμβολο του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου και θρύλος. Η έμφυτη ταπεινοφροσύνη του ήταν τόση που ακόμα και στις τυπικές φωτογραφίες που έβγαζε η ομάδα πριν από τα παιχνίδια ο Μπομπόνιας, ασυναίσθητα, έγερνε προς τα αριστερά και χαμήλωνε, για να είναι ίσος στο μπόι με τους συμπαίχτες του.
Τόσο ο Μπομπόνιας, όσο και οι άλλοι άσσοι του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου, εκείνης της εποχής, από το ποδόσφαιρο κέρδισαν μόνο την αγάπη, τον σεβασμό, τη λατρεία και τον απέραντο θαυμασμό των φιλάθλων. Αν αυτοί οι «παιχταράδες» είχαν ζήσει στις κατοπινές εποχές, τότε που η δόξα έγινε χρήμα, σίγουρα θα είχαν σταδιοδρομήσει, θα είχαν κάνει όνομα σε μεγάλες ομάδες και θα είχαν γίνει πλούσιοι. Όμως, όπως έλεγαν (και συνεχίζουν να λένε, όσοι ακόμα ζουν) στη ζυγαριά της ζωής τους το αγνό και αμόλευτο ποδόσφαιρο που έζησαν και η άδολη και αυθόρμητη αγάπη που κέρδισαν από τον κόσμο πάντα ζύγιζε περισσότερο από το χρήμα, όσο κι αν ήταν αυτό. Αντί να πεθάνουν πλούσιοι κέρδισαν από το ποδόσφαιρο ένα είδος «αθανασίας», που είναι πλούτος ατίμητος. Το να παίζουν ποδόσφαιρο «για τη φανέλα» ήταν κίνητρο ισχυρότερο από το χρήμα.
Ο Μπομπόνιας έπαιξε μπάλα μέχρι 37 ετών (1966), ήταν πάντα αναντικατάστατος και τα περισσότερα χρόνια ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ» . Δυστυχώς, στα 1980, στα πενήντα ένα του χρόνια, ο αετός του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ χτυπήθηκε από βαρύ εγκεφαλικό, που του παρέλυσε το αριστερό χέρι και το πόδι και τον καθήλωσε στο καροτσάκι. Αυτός ο λεβέντης, ο «γίγαντας» των γηπέδων, το ίνδαλμα των φιλάθλων, ο «φόβος και ο τρόμος» των αντιπάλων, βρέθηκε, από τη μια στιγμή στην άλλη, αδύναμος στο κρεβάτι, να στερείται όλα εκείνα που του άρεσαν και αγαπούσε στη ζωή του και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο, στους αγώνες του οποίου συνέχιζε να πηγαίνει και όταν «κρέμασε» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
Τον πήγε η οικογένειά του για θεραπεία και αποκατάσταση στην Αθήνα, στον Γιατρό Κοντουλάκο (;) από την Τρύπη: Τον κοίταξε ο γιατρός επίμονα έτσι που ήτανε στο καροτσάκι … «Σήκω πάνω» του είπε. Σήκωσε τα μάτια του πονεμένα και γεμάτα απορία ο καημένος ο Μπομπόνιας: «Δεν μπορώ», ψέλλισε αμήχανα. «Μπορείς!!! Δεν είναι δυνατόν ένας Μπομπόνιας να είναι σε αναπηρική καρέκλα»!!! Έσκυψε ο γιατρός, τον στήριξε… τον σήκωσε … Με την αγωγή του γιατρού και τη βοήθεια και συμπαράσταση των δικών του κατάφερε ο Μπομπόνιας να σηκωθεί από το καροτσάκι και να περπατά, κουτσαίνοντας, με μια μαγκουρίτσα.
Οι αμέτρητοι θαυμαστές του Μπομπόνια, που χρόνια και χρόνια τον καμάρωναν και το αποθέωναν σαν βράχο της άμυνας του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ», δεν μπορούσαν να «χωνέψουν» το βαρύ χτύπημα που τόσο απρόσμενα είχε δεχτεί. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο που είχε γράψει, σχετικά, στην εφημερίδα του «ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ», στις 2 Νοεμβρίου 1982, ο φίλος του Μπομπόνια και παράγοντας του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ», αείμνηστος δημοσιογράφος Ανδρέας Χιώτης, σε άρθρο του για την ιστορία της ομάδας, με τίτλο «Αναδρομές», στο οποίο είχε δημοσιευθεί φωτογραφία του Μπομπόνια, τη στιγμή που αντάλλασε αναμνηστικά με τον αρχηγό του Ολυμπιακού Πειραιώς, Βασίλη Ξανθόπουλο, σε φιλικό αγώνα του 1961:
«Για όσους δεν ξέρουν τον τότε αρχηγό του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ ως Παπαδόπουλο, διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για τον πανύψηλο και σκληροτράχηλο οπισθοφύλακα, που έγραψε ιστορία στο λακωνικό ποδόσφαιρο με το προσωνύμιο «Μπομπόνιας». Αυτός ο γίγαντας των γηπέδων βρίσκεται τώρα στο περιθώριο της ζωής, χτυπημένος στα 53 του χρόνια από εγκεφαλικό επεισόδιο.»
Στη 10ετία του ’80 οργανώθηκε ένα παιχνίδι βετεράνων στο Στάδιο Σπάρτης. Την ώρα που συγκεντρώθηκαν οι βετεράνοι για την καθιερωμένη φωτογραφία στο κέντρο γηπέδου, είδαν να μπαίνει στο γήπεδο, κουτσαίνοντας, με μια μαγκούρα στο χέρι, ο Μπομπόνιας. Πλησίασε του παλιούς του συμπαίχτες και όλοι συγκινημένοι τον χειροκρότησαν και τον αγκάλιασαν. Τον έβαλαν όρθιο ανάμεσά τους και βγήκε φωτογραφία μαζί τους, ο Μπομπόνιας, έτσι, με την μαγκουρίτσα και τα γυαλάκια του, την τελευταία φωτογραφία του μέσα στο γήπεδο, εκεί ακριβώς που μεγαλούργησε τόσα χρόνια.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1989, κι ενώ καρτερούσε να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένειά του, ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο θρυλικός και πολυαγαπημένος Μπομπόνιας της Σπάρτης, έκανε «ψαράκι» στην αιωνιότητα, σ’ αυτόν τον τελευταίο και σκληρότερο αγώνα του, σε ηλικία μόλις 60 χρόνων.
Η γυναίκα του, η Λούλα, έζησε, μιλώντας στις φωτογραφίες του, μέχρι που πήγε κι αυτή να συναντήσει τον αγαπημένο της Γιάννη, στα 2021.
Ο γιος του Μπομπόνια, ο Ηλίας Παπαδόπουλος, υπήρξε για χρόνια η μασκότ του Σπαρτιατικού. «Κρεμασμένος» στα κάγκελα καμάρωνε τον πατέρα του στα παιχνίδια, τότε που ψήλωνε το μπόι του και γινόταν ο πατέρας στα μάτια του γιου ένας μυθικός θεός. Από τα γεννοφάσκια του ο Ηλίας ποτίστηκε με αγάπη για την μπάλα. Πώς ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, αφού είχε πατέρα έναν Μπομπόνια; Αριστεροπόδαρος, έπαιζε με τον πατέρα του μπάλα στο σπίτι και στο γήπεδο, μάθαινε απ’ αυτόν τα μυστικά της και φαινόταν ότι είχε πάρει το χάρισμα του ποδοσφαιριστή από τον πατέρα του.
Ο Μπομπόνιας, όμως, αν και καμάρωνε για το ποδοσφαιρικό ταλέντο του γιου του, δεν ήθελε να τον κάνει ποδοσφαιριστή, αλλά να μάθει γράμματα και να προκόψει στη ζωή του. Με την εμπειρία που είχε αποκτήσει από το ποδόσφαιρο και τη ζωή, φοβόταν πως αν ο γιος του αφοσιωνόταν στο ποδόσφαιρο θα θυσίαζε το μέλλον του.
Τότε που μεσουράνησε στα γήπεδα ο Μπομπόνιας … «οι ποδοσφαιριστές ήταν κάτι σαν τους παλιούς ρεμπέτες – «απόκληροι της κοινωνίας»! Οι γυμνασιάρχες μοίραζαν αποβολές σαν έβλεπαν τους μαθητές τους να κλοτσούν μπάλα κι οι γονείς κυριεύονταν από απελπισία όταν το παιδί τους τούς έλεγε ότι θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής». (ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Άγγελος Μενδρινός)
Διηγείται ο γιος του Μπομπόνια, ο Ηλίας Παπαδόπουλος:
«Μαθητής ήμουνα και ήταν παιχνίδι του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης και του Γυμνασίου Γυθείου, στο Στάδιο. Θα έπαιζα κι εγώ. Άρχισα να ετοιμάζομαι στο σπίτι, για να πάω για τον αγώνα:
-Πού πας; ρώτησε ο πατέρας μου.
-Έχουμε παιχνίδι τα γυμνάσια.
-Δεν θα πας πουθενά. Μην τολμήσεις να βγεις από το σπίτι.
Με κλείδωσε στο δωμάτιο. Μου άνοιξε κρυφά η μάνα μου. Πήγα στην τουαλέτα, κλείδωσα από μέσα, πήδηξα από το παράθυρο…πήγα στο γήπεδο …έπαιξα… έβαλα ένα γκολ… κάνω έτσι, βλέπω στα κάγκελα τον Μπομπόνια!!! Φοβήθηκα … προσποιήθηκα τον τραυματία…βγήκα από την άλλη μεριά του γηπέδου. Πήγα τρέχοντας στο σπίτι … γύρισε αγριεμένος … με υπερασπίστηκε η μάνα μου … τη γλίτωσα.»
Τελικά η αγάπη πατέρα και γιου για την μπάλα νίκησε τις ανησυχίες, τις επιφυλάξεις και τις αναστολές του Μπομπόνια. Ο Ηλίας Παπαδόπουλος, με παρόντα και γεμάτο καμάρι τον πατέρα του, έβγαλε δελτίο στον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ» και αμέσως έγινε βασικός. Η ιστορία συνεχίστηκε… Οι φίλαθλοι δε λέγανε «ο Ηλίας Παπαδόπουλος» αλλά «ο Μπομπόνιας». Κι αυτή τη φορά ήταν ο πατέρας Μπομπόνιας, που από τις κερκίδες καμάρωνε τον γιο Μπομπόνια για τις περίτεχνες ενέργειές του και τα γκολ που έβαζε, παίζοντας σ’ όλες τις θέσεις …αριστερό μπακ…αριστερό χαφ…σεντερ φορ….
Μετά από τον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ» ο Ηλίας Μπομπόνιας έπαιξε στον «ΛΕΩΝΙΔΑ» και στον «ΑΟ ΣΠΑΡΤΗΣ», μέχρι το 1990, γράφοντας τη δική του ποδοσφαιρική ιστορία στο ίδιο γήπεδο που μεγαλούργησε ο πατέρας του. Από τον πατέρα του τον Μπομπόνια, ο Ηλίας, εκτός από το ποδοσφαιρικό ταλέντο πήρε και το ποδοσφαιρικό ήθος: Σ’ όλη την ποδοσφαιρική του καριέρα ΔΕΝ είδε ποτέ κόκκινη κάρτα για αντιαθλητικό παιχνίδι. Και δεν ήταν αυτό μόνο: Ο Ηλίας σεβάστηκε την επιθυμία του πατέρα του να μάθει γράμματα: Αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήγε στη ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΕΙΟ και μετά, στα 1983, διορίστηκε στη ΔΕΗ, από την οποία συνταξιοδοτήθηκε πριν από μερικά χρόνια.
Παντρεύτηκε την Δέσποινα Παρασκευοπούλου, άξια σύντροφο στον αγώνα της ζωής και απέκτησαν δυο κόρες, για τις οποίες δίκαια καμαρώνουν ΚΑΙ για τις σπουδές που έκαναν αλλά ΚΑΙ για το ήθος και τον χαρακτήρα που κοσμούνται. Καρπός και δώρο ζωής, χαράς μαζί και ευτυχίας, τα πέντε εγγόνια που τους χάρισαν.
Και επειδή θαύματα στη ζωή των ανθρώπων συνεχίζουν να γίνονται, ο ένας γαμπρός του Ηλία λέγεται κι αυτός Παπαδόπουλος και ο πατέρας του Γιάννης!!! Και όταν έκανε το πρώτο του αγοράκι, το βάφτισε, φυσικά, Γιάννη (Παπαδόπουλο) !!!
Ο παππούς ο Μπομπόνιας φρόντισε από εκεί ψηλά και σίγουρα καμαρώνει!!!
Είναι τέτοια η αδήριτη μοίρα του ανθρώπου, ώστε, αργά ή γρήγορα, φεύγει από τη ζωή, μακριά από ό,τι αγάπησε και αγαπήθηκε. Και τότε αρχίζει να ζει η Μνήμη, το αποτύπωμα, δηλαδή, που άφησε ο άνθρωπος περπατώντας στον δρόμο της Ζωής. Κι ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Μπομπόνιας, με τη ζωή του, το ήθος του και με το ποδοσφαιρικό του τάλαντο, άφησε πίσω του ένα τόσο βαθύ αποτύπωμα, που δεν θα το ξεθωριάσει ποτέ ο χρόνος.
Γι’ αυτό ο θρύλος του Μπομπόνια θα παραμείνει ζωντανός για πάντα.
Ας είναι αιώνια η Μνήμη του
ΥΓ: Ευχαριστώ τον γιο του Μπομπόνια, τον Ηλία Παπαδόπουλο, για τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες που μου έδωσε για τον αείμνηστο πατέρα του.
Ευχαριστώ, επίσης , τους παλαιούς ποδοσφαιριστές του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ Σούλη Σακκέτα και Γρηγόρη Καραναγνώστη, γιατί μοιράστηκαν, πρόθυμα, μαζί μου τις μνήμες τους από τον ποδοσφαιριστή και άνθρωπο Γιάννη Παπαδόπουλο (Μπομπόνια).
Τέλος, θέλω να αφιερώσω αυτό το άρθρο και στη μνήμη του δημοσιογράφου Ανδρέα Χιώτη, που με τις εφημερίδες και τα άρθρα του, επί 10ετίες ολόκληρες, διέσωσε, για τους μεταγενέστερους Σπαρτιάτες, μεταξύ άλλων πολλών και σημαντικών, και την ιστορία του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου.
Στη Σπάρτη του παλιού καιρού αν ρωτούσες για τον Γιάννη Παπαδόπουλο σε κοίταζαν με απορία και αμηχανία. Αν όμως ρωτούσες για τον Μπομπόνια, ΟΛΟΙ ήξεραν να σου πουν, γιατί έτσι είχαν «βαφτίσει» και έτσι γνώριζαν οι πάντες τον ποδοσφαιριστή θρύλο του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ»: «Ο Μπομπόνιας»!!!
Η οικογένεια του Μπομπόνια είχε ρίζες Κωνσταντινουπολίτικες. Μετά τη Μικρασιατική Kαταστροφή βρέθηκαν στο Δουργούτι, στο Ν. Κόσμο Αθηνών, την παραγκούπολη των Αρμενίων και των Μικρασιατών προσφύγων, εκεί που ο Ιλισός φούσκωνε απ’ τις βροχές παίρνοντας μαζί του τις παράγκες αλλά και τα όνειρα των ανθρώπων. Η προσφυγική αυτή παραγκούπολη αποτέλεσε και το σκηνικό της ταινίας του Ν. Κούνδουρου «Μαγική πόλη», στα 1954.
Εκεί, στο Δουργούτι, γεννήθηκε στα 1929 ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο κοσμαγάπητος «Μπομπόνιας». Δυστυχώς, ο μικρός Γιαννάκης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα προσφυγικά, και τα τέσσερα αδέρφια του ο Σταύρος, η Φρόσω, η Δέσποινα και η Καλλιόπη δεν χάρηκαν τον πατέρα τους, ο οποίος «χάθηκε» μέσα σ’ εκείνη την τρομακτική φουρτούνα των καιρών.
Κάπου αρχές του ’30 η «ορφανή», πλέον, οικογένεια χωρίστηκε για τις ανάγκες της επιβίωσης: Η γιαγιά με δυο παιδιά της, το Μανώλη και τον Θεοχάρη και με δυο απ’ τα εγγονάκια της, τον Γιάννη και τη Φρόσω βρέθηκαν στη Σπάρτη και «κούρνιασαν», σαν τα αγριοπερίστερα μέσα στην μπόρα, σ’ ένα χαμόσπιτο στα νότια του Λόφου (απέναντι από το σημερινό Ξυλουργείο Τσελέκη).
Σχολείο ο Γιάννης πήγε μια - δυο τάξεις, ίσα που να μάθει να γράφει και να διαβάζει, και από μικρός μπήκε στη δουλειά: Παραπαίδι σε συνεργεία, φορτοεκφορτωτής, εργάτης, οδηγός σε φορτηγά, διανομέας …Ούτε και ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσες δουλειές είχε αλλάξει. Στο σχολείο της ζωής ο Γιάννης Παπαδόπουλος είχε μάθει καλά ότι «η δουλειά δεν είναι ντροπή». Γι’ αυτό και δεν έλεγε «όχι» σε καμιά δουλειά, όσο σκληρή κι αν ήταν, προκειμένου να βγάλει το μεροκάματο για την οικογένειά του, μιας και δεν βρήκε τίποτα έτοιμο στη ζωή του.
Ολόκληρη η ζωή του Γιάννη ήτανε ένας διαρκής και σκληρός αγώνας γι’ αυτό και όταν στις λιγοστές ώρες της σκόλης έπαιζε ξυπόλητος μπάλα με τους φίλους του στις αλάνες γύρω από τον Λόφο ήτανε από τους καλύτερους, μιας και το ποδόσφαιρο ένας αγώνας ήτανε κι αυτό. Όπου τον έχανες κι όπου τον έβρισκες τον Γιάννη, τις ώρες που δεν είχε δουλειά, κυνηγούσε μια μπάλα.
Προπονητή δεν χρειαζότανε. Η σκληρή δουλειά είχε αναλάβει να τον προπονεί, ώστε να έχει σώμα γερό, πόδια δυνατά και στέρεα, να πηδά ψηλά, να είναι γρήγορος, να έχει αντοχή και ευστροφία μυαλού, να μένει όρθιος στις συγκρούσεις με τους αντίπαλους παίχτες την ώρα που αυτοί σωριάζονταν στο έδαφος. Ψηλός,1,96 μ. , ήτανε άπιαστος στις κεφαλιές (έκανε και ψαράκια) και αμυντικά ήτανε σκληρός και απροσπέλαστος. Αν και Κων/πολίτης δεν ήταν ΑΕΚτζής αλλά Παναθηναϊκός.
Σε κάθε ματς στις αλάνες, (μέσα στη σκόνη, στις πέτρες και στα τριβόλια), γρήγορα μαζευόταν γύρω φίλαθλο κοινό, για να περάσει την ώρα του. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινό βρέθηκε κάποιο καλοκαίρι κι ένας Μητρούσης (;), Ελληνο-Αμερικάνος, που είχε έρθει από τις ΗΠΑ στη Σπάρτη, για να δει τους δικούς του. Βλέποντας τον Γιάννη Παπαδόπουλο σε ένα ματς, εκεί στην αλάνα, θαύμασε το παιχνίδι του, ιδιαίτερα τη δύναμή του, και φώναξε: «Α, ρε Μπομπόνα»!!!
(Ο Μπομπόνας, όπως είπε ο Μητρούσης, ήταν ένας ονομαστός παλαιστής του καιρού εκείνου στην Αμερική).
Έτσι του ’μεινε του Γιάννη Παπαδόπουλου το παρατσούκλι «Μπομπόνιας». Αν κάποιος έλεγε «Γιάννης Παπαδόπουλος» εθεωρείτο άγνωστος.
Μεγαλώνοντας, ο Μπομπόνιας, παράλληλα με το ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό και διακρίθηκε στο Άλμα Τριπλούν, τότε που ο Αθλητισμός ήτανε Ιδέα και καημός ψυχής και τίποτε άλλο. Με προπόνηση ατομική στο σκάμμα του Γυμνασίου Αρρένων, στο περιθώριο της δουλειάς και των ποδοσφαιρικών του υποχρεώσεων (πότε -άραγε-τα προλάβαινε όλα;), διαμόρφωσε υψηλές επιδόσεις στο «τριπλούν» και ανέβηκε αρκετές φορές στο βάθρο των νικητών.
Μετά τις αλάνες, ήρθε η ώρα να παίξει ο Μπομπόνιας, επιτέλους, ποδόσφαιρο ΚΑΙ στο γήπεδο. Πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα του Μπομπόνια ήταν η θρυλική «ΑΜΙΛΛΑ» και μετά ο «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ», επί Στέλιου Τσολακίδη, ο οποίος αναμόρφωσε το σπαρτιατικό ποδόσφαιρο και έβγαλε πολλά ταλέντα, δουλεύοντας εκτός από το σώμα ΚΑΙ τον χαρακτήρα των ποδοσφαιριστών του. Λόγω της δύναμης και του ύψους του, ο Μπομπόνιας, καθιερώθηκε στη θέση του σέντερ- μπακ και για χρόνια πολλά αποτέλεσε αξεπέραστο αμυντικό δίδυμο με τον Δημητράκη Ανδριώτη.
Ο Μπομπόνιας υπήρξε κορυφαίος παίχτης του Σπαρτιατικού και η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Λακωνίας. Με το παιχνίδι του αλλά και με το αγωνιστικό του ήθος κέρδισε άξια τον σεβασμό και την αναγνώριση των αντιπάλων του. Διακρινόταν, λόγω του ύψους του, στο ψηλό παιχνίδι και του άρεσε να κάνει και θεαματικά « ψαράκια» κι ας προσγειωνόταν πάνω στο χώμα και στα χαλίκια, γεμίζοντας τα χέρια και τα πόδια του με γρατζουνιές και ενίοτε με μεγαλύτερα και βαθύτερα τραύματα. Το παιχνίδι του ήτανε σκληρό, γεμάτο πείσμα, αλλά όχι αντιαθλητικό.
Λέει ο Σούλης Σακκέτας*, συμπαίχτης-θρύλος του Μπομπόνια και επιθετικό χαφ του Σπαρτιατικού: «Ο Μπομπόνιας, στη δουλειά του, βούταγε ένα γεμάτο σακί και το σήκωνε στον αέρα σαν πούπουλο. Πολύ δυνατός! Θηρίο! Γι’ αυτό και είχε ένα σώμα γερό και τα χέρια και τα πόδια του ήτανε, δυνατά και ανίκητα».
* («Ο Σούλης Σακκέτας ήταν το «αέρινο» χαφ του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ. Μαζί με τον Τάσο Μαζαράκο, αποτελούσαν την σπονδυλική στήλη του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ. Ο Μαζαράκος έπαιζε κυρίως αμυντικά και ο Σακκέτας επιθετικά. Είχαν άριστη συνεννόηση και έπαιρναν όλο το παιχνίδι επάνω τους. Ο Μαζαράκος έκοβε τις μπαλιές με δυναμισμό κι ευκινησία κι ο Σακκέτας προωθούσε την μπάλα με ακρίβεια και επινοητικότητα. Εμείς οι παλιότεροι θυμόμαστε ακόμα με θαυμασμό και νοσταλγία τις ωραίες στιγμές που μας είχαν χαρίσει στο γήπεδο ο Σούλης Σακκέτας και ο Τάσος Μαζαράκος με το συνδυασμένο παιχνίδι τους και την ακατάβλητη αγωνιστικότητά τους.» (ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, Ανδρέας Χιώτης, 7 Σεπτεμβρίου 1982)
Ο συμπαίχτης και προπονητής του Μπομπόνια, ο Στέλιος Τσολακίδης, για τη δύναμη, την απλότητα και την αποτελεσματικότητα του παιχνιδιού του τον έλεγε «ξύλινο».
(«Από τα μπακ θυμάμαι τον Μπομπόνια, έναν πανύψηλο για τα ελληνικά δεδομένα ποδοσφαιριστή (κοντά δύο μέτρα) αλλά «ξύλινο» όπως τον φώναζε ο προπονητής του ο Τσολακίδης» «Το ποδόσφαιρο και οι ομάδες στη Σπάρτη 1948-1954-Ηλίας Ρόρρης, ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ 10-3-2018»)
Ο Μπομπόνιας, με τον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ», έπαιξε απέναντι σε σπουδαίες ομάδες και μεγάλους ποδοσφαιριστές, σκορπίζοντας αισθήματα θαυμασμού και ενθουσιασμού για το γεμάτο ουσία αλλά και αυτοθυσία παιχνίδι του, σ’ εκείνα τα παλαιά γήπεδα που αντί για χορτάρι είχαν χώμα, αγκάθια και κοφτερές πέτρες. Ο Μπομπόνιας, ήδη από το πρώτο του παιχνίδι, έγινε ένας από τους «Ήρωες της Κυριακής», τους οποίους πήγαιναν οι φίλαθλοι να καμαρώσουν τα κυριακάτικα εκείνα απογεύματα.
«Μέχρι να δημιουργηθεί το σημερινό Στάδιο της Σπάρτης, στο πρώτο μισό της 10ετίας του ’50, ο Σπαρτιατικός (όπως και οι άλλες τοπικές ποδοσφαιρικές ομάδες) έπαιζαν στο γήπεδο του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης, του οποίου οι τσιμεντένιες κερκίδες, οι ταράτσες και οι εξώστες, ο χώρος γύρω από το γήπεδο αλλά και τα κάγκελα ολόγυρα γέμιζαν με κόσμο, μικρούς και μεγάλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, που απολάμβαναν τους αγώνες, σ’ εκείνους τους δύσκολους και στενάχωρους καιρούς, έχοντας το ποδόσφαιρο, το λαοφιλές αυτό άθλημα, σαν αποκούμπι. Οι θεατές εκείνων των ποδοσφαιρικών αγώνων είχαν μιαν ενότητα ψυχής και ζωής με τους ποδοσφαιριστές, που ήταν σάρκα από τη σάρκα τους, που κι εκείνοι ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, αγωνιστές της ζωής, αλλά ήταν ταυτόχρονα και οι λαϊκοί ήρωες της εποχής.
Αξίζει να θυμηθούμε, μέσα από φωτογραφίες της εποχής, τους παιχταράδες του Σπαρτιατικού, οι οποίοι, μετά τη δουλειά, κρέμαγαν τα ρούχα τους σε μια κρεμάστρα ή σε μια πρόκα του σπιτιού και με τα «ποδοσφαιρικά» τους πήγαιναν στο Γυμνάσιο, για να παίξουν μπάλα, με μόνη ανταμοιβή την προσωπική τους ευχαρίστηση από το παιχνίδι αλλά και τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα των φιλάθλων. Οι ποδοσφαιριστές, τότε, αποτελούσαν όχι ομάδες, με την έννοια τη σημερινή, αλλά μεγάλες παρέες φίλων, που μέσα στο γήπεδο έπαιζαν περισσότερο με την καρδιά τους και λιγότερο με τη λογική. Κι αν ασχολούμαστε, εμείς, σήμερα, με το ποδόσφαιρο του «Τότε», το κάνουμε, όχι μόνο από νοσταλγία, αλλά γιατί συνδέεται με τη ζωή μας, με τους παππούδες, τους πατεράδες μας και με το «Σήμερα».»
(«Το ποδόσφαιρο και οι ομάδες στη Σπάρτη 1948-1954 - Ηλίας Ρόρρης, ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ 10-3-2018»
Σίγουρα, μεγάλη στιγμή του Μπομπόνια ήταν όταν ο «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ», με προπονητή τον Αντώνη Ρεμούνδο, παλαιό διεθνή παίκτη του Αστέρα Αθηνών, έφτασε στους προημιτελικούς του κυπέλλου Ελλάδας 1954-55, νικώντας μια σειρά σημαντικών αντιπάλων.
Στη φάση αυτή έπαιξε στην Αθήνα με τον κραταιό «ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΜΥΡΝΗΣ» (Ριζούπολη), τη φημισμένη «Ελαφρά Ταξιαρχία», από τον οποίο και αποκλείστηκε, ύστερα από μια μεγάλη εμφάνιση, με σκορ 2-1.
(Το γκολ του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ είχε πετύχει ο θαυμάσιος Σαράντος Ρασσιάς, ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, μεγάλη βεντέτα του λακωνικού ποδοσφαίρου, κορυφαίος άσσος και γκολτζής της ομάδας).
Εκείνη την Κυριακή, στις 6 Μαρτίου του 1955, ο αγώνας ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΜΥΡΝΗΣ - ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ ήταν ο μοναδικός που μεταδόθηκε ολόκληρος από το ραδιόφωνο (Β΄ Πρόγραμμα και «Ενόπλων»), και τον άκουσαν με καμάρι και αγωνία όλοι οι Σπαρτιάτες, συγκεντρωμένοι γύρω από ελάχιστα ραδιόφωνα εκείνης της εποχής, σε σπίτια, περίπτερα, ταξί και όπου αλλού γινόταν η αναμετάδοση.
Ρεπορτάζ για τον σπουδαίο αυτό αγώνα, με εγκωμιαστικά σχόλια για τον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ» και με διακριθέντα τον Μπομπόνια, δημοσιεύθηκαν στις αθλητικές εφημερίδες της εποχής (ΗΧΩ και ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ) μαζί με μια εξαιρετική φωτογραφία του δεύτερου γκολ του «ΑΠΟΛΛΩΝΑ».
Στην φωτογραφία αυτή διακρίνονται (από αριστερά προς τα δεξιά) ο Θανάσης Ρεμπής, ο Σούλης Σακκέτας, ο Τάσος Μαζαράκος και ο Μπομπόνιας, οι οποίοι παρακολουθούν την μπάλα να μπαίνει στα δίχτυα του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ» . Η έκφραση οδύνης στο πρόσωπο του Μπομπόνια είναι χαρακτηριστική της ποδοσφαιρικής του ιδιοσυγκρασίας και περηφάνιας: Ο Μπομπόνιας έπαιζε πάντα για τη νίκη και δεν μπορούσε να αποδεχτεί καμιά ήττα.
Για να φανεί ακόμα καλύτερα τι σήμαινε αυτό το αποτέλεσμα και αυτή η εμφάνιση του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ» απέναντι στον «ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΜΥΡΝΗΣ», στα 1955, αρκεί να πούμε ότι ο «ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ» εκείνη την περίοδο, έφτασε στα ημιτελικά του κυπέλλου, όπου αποκλείστηκε από τον Παναθηναϊκό με 2-1, αφού πρώτα, στη φάση των 16, νίκησε το «ΑΙΓΑΛΕΩ» με 3-1, και στα προημιτελικά τον «ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» με 3-1!!! (Ο Παναθηναϊκός πήρε το κύπελλο 1954-55, νικώντας στον τελικό τον ΠΑΟΚ με 2-0)
Δουλειά σκληρή από το πρωί , στους δρόμους, στα πεζοδρόμια και στα μαγαζιά της Σπάρτης, το απόγευμα προπόνηση και μετά... πάλι δουλειά. Το όνειρο και η προσμονή όλης της βδομάδας ήτανε το ματς της Κυριακής. Πολλές φορές, ο Μπομπόνιας, από τη δουλειά πήγαινε κατευθείαν στο παιχνίδι και, μάλιστα, χωρίς να έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του. Μια φορά, διηγούνται, πήγαιναν στην Καλαμάτα για αγώνα. Σταμάτησαν στον Ταΰγετο, στην Αλαγονία, για να τσιμπήσουν κάτι. Η παρέα του Μπομπόνια παράγγειλε μια σαλάτα. Ώσπου να κάτσουνε στο τραπέζι και να πούνε δυο κουβέντες, την έκανε ο Μπομπόνιας έτσι με το ψωμί, τη σάρωσε τη σαλάτα. Κάθονται οι άλλοι … «πού είναι η σαλάτα;». « Συγγνώμη παιδιά… θα παραγγείλω άλλη… πείναγα… έφυγα κατευθείαν από τη δουλειά χωρίς να έχω φάει τίποτα.»
Έτσι νηστικοί και φτωχοί έπαιζαν μπάλα ο Μπομπόνιας και οι άλλοι παίχτες της εποχής του. Δεν έπαιρναν φράγκο. Μόνο κανένα τραπέζωμα τους έκαναν μετά από κάποια σπουδαία νίκη, μερικοί «ματσωμένοι» παράγοντες και οπαδοί του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ».
Τότε, στα χρόνια του Μπομπόνια, στους καιρούς της ποδοσφαιρικής αθωότητας δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση, ούτε βίντεο, ούτε καν φωτογραφικές μηχανές για να αποτυπώσουν το παιχνίδι του Μπομπόνια και των συμπαιχτών του. Ο θρύλος του Μπομπόνια και των άλλων άσσων του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου δημιουργήθηκε μέσα από την προφορική παράδοση όσων τους είδαν στο γήπεδο, από τις τοπικές εφημερίδες της εποχής και, δευτερευόντως, από τις αθλητικές, αθηναϊκές εφημερίδες που «στα ψιλά» αναφέρονταν καμιά φορά και στο επαρχιακό ποδόσφαιρο. Γιατί πραγματικά υπήρξαν αδικημένοι ΟΛΟΙ αυτοί οι παλαιοί ποδοσφαιριστές, αφού διασώθηκαν ελάχιστα από την ποδοσφαιρική τους ζωή.
«Πώς μπορείς να περιγράψεις μια ντρίμπλα, ένα θεαματικό γκολ, εάν δεν συνοδεύονται από την εικόνα; Μένουμε, λοιπόν, αναγκαστικά στην άποψη των συγχρόνων τους, που τους είδαν και μπορούν να κάνουν συγκρίσεις με τους μεταγενέστερους.» (ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Άγγελος Μενδρινός)
Στα 1953, ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Μπομπόνιας, παντρεύτηκε, από αγάπη, τη Λούλα Σπυριδάκου, κομμώτρια που εργαζόταν στο σπίτι της, εκεί ψηλά στη Χαμαρέτου. Βρήκε και ο Μπομπόνιας μόνιμη δουλειά σαν διανομέας, με το τρίκυκλό του, στην αντιπροσωπεία μπίρας και αναψυκτικών «ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΟΥ» και έχτισαν τη ζωή τους με αγάπη, με θέληση, σύνεση και υπομονή, λιθάρι το λιθάρι, απλά, τίμια και στέρεα, αποκτώντας και δυο υπέροχα παιδιά, τον Ηλία (1955) και τη Διαμάντω (1956).
Ο Μπομπόνιας, σ’ ολόκληρη τη ζωή του παρέμεινε γνήσιος, ντόμπρος και αυθεντικός, ένας άνθρωπος «μάλαμα» όπως τον χαρακτήρισε αυθόρμητα ο κορυφαίος συμπαίχτης και επιστήθιος φίλος του, Σούλης Σακκέτας. Ένας χαρακτήρας καλοκάγαθος, ήρεμος, «γίγαντας με ψυχή παιδιού», που πάσχιζε καθημερινά, με νύχια και με δόντια, να στήσει όρθια τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του με όπλα την αξιοπρέπεια και τις ηθικές αξίες. Συμπονούσε, βόηθαγε και υπεράσπιζε τους αδύναμους και τους αδικημένους παντού όπου τους συναντούσε, μιας και ο ίδιος ήξερε καλά από μικρό παιδί τι σημαίνει να ζεις στους ίσκιους της ζωής. Άξιος πατέρας και καλός σύζυγος, πάλευε συνεχώς για μια καλύτερη μοίρα των παιδιών και της οικογένειάς του. Στις μέρες και τις ώρες που δεν είχε δουλειά και ποδόσφαιρο πήγαινε με την παρέα του στα παλιά ταβερνάκια της Σπάρτης για κρασάκι, για μεζέ και κουβέντα. Ήτανε γλεντζές τύπος και χορευταράς.
Έμεινε πάντα σεμνός και ταπεινός κι ας είχε αποκτήσει δόξα και φήμη και είχε γίνει σύμβολο του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου και θρύλος. Η έμφυτη ταπεινοφροσύνη του ήταν τόση που ακόμα και στις τυπικές φωτογραφίες που έβγαζε η ομάδα πριν από τα παιχνίδια ο Μπομπόνιας, ασυναίσθητα, έγερνε προς τα αριστερά και χαμήλωνε, για να είναι ίσος στο μπόι με τους συμπαίχτες του.
Τόσο ο Μπομπόνιας, όσο και οι άλλοι άσσοι του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου, εκείνης της εποχής, από το ποδόσφαιρο κέρδισαν μόνο την αγάπη, τον σεβασμό, τη λατρεία και τον απέραντο θαυμασμό των φιλάθλων. Αν αυτοί οι «παιχταράδες» είχαν ζήσει στις κατοπινές εποχές, τότε που η δόξα έγινε χρήμα, σίγουρα θα είχαν σταδιοδρομήσει, θα είχαν κάνει όνομα σε μεγάλες ομάδες και θα είχαν γίνει πλούσιοι. Όμως, όπως έλεγαν (και συνεχίζουν να λένε, όσοι ακόμα ζουν) στη ζυγαριά της ζωής τους το αγνό και αμόλευτο ποδόσφαιρο που έζησαν και η άδολη και αυθόρμητη αγάπη που κέρδισαν από τον κόσμο πάντα ζύγιζε περισσότερο από το χρήμα, όσο κι αν ήταν αυτό. Αντί να πεθάνουν πλούσιοι κέρδισαν από το ποδόσφαιρο ένα είδος «αθανασίας», που είναι πλούτος ατίμητος. Το να παίζουν ποδόσφαιρο «για τη φανέλα» ήταν κίνητρο ισχυρότερο από το χρήμα.
Ο Μπομπόνιας έπαιξε μπάλα μέχρι 37 ετών (1966), ήταν πάντα αναντικατάστατος και τα περισσότερα χρόνια ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ» . Δυστυχώς, στα 1980, στα πενήντα ένα του χρόνια, ο αετός του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ χτυπήθηκε από βαρύ εγκεφαλικό, που του παρέλυσε το αριστερό χέρι και το πόδι και τον καθήλωσε στο καροτσάκι. Αυτός ο λεβέντης, ο «γίγαντας» των γηπέδων, το ίνδαλμα των φιλάθλων, ο «φόβος και ο τρόμος» των αντιπάλων, βρέθηκε, από τη μια στιγμή στην άλλη, αδύναμος στο κρεβάτι, να στερείται όλα εκείνα που του άρεσαν και αγαπούσε στη ζωή του και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο, στους αγώνες του οποίου συνέχιζε να πηγαίνει και όταν «κρέμασε» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
Τον πήγε η οικογένειά του για θεραπεία και αποκατάσταση στην Αθήνα, στον Γιατρό Κοντουλάκο (;) από την Τρύπη: Τον κοίταξε ο γιατρός επίμονα έτσι που ήτανε στο καροτσάκι … «Σήκω πάνω» του είπε. Σήκωσε τα μάτια του πονεμένα και γεμάτα απορία ο καημένος ο Μπομπόνιας: «Δεν μπορώ», ψέλλισε αμήχανα. «Μπορείς!!! Δεν είναι δυνατόν ένας Μπομπόνιας να είναι σε αναπηρική καρέκλα»!!! Έσκυψε ο γιατρός, τον στήριξε… τον σήκωσε … Με την αγωγή του γιατρού και τη βοήθεια και συμπαράσταση των δικών του κατάφερε ο Μπομπόνιας να σηκωθεί από το καροτσάκι και να περπατά, κουτσαίνοντας, με μια μαγκουρίτσα.
Οι αμέτρητοι θαυμαστές του Μπομπόνια, που χρόνια και χρόνια τον καμάρωναν και το αποθέωναν σαν βράχο της άμυνας του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ», δεν μπορούσαν να «χωνέψουν» το βαρύ χτύπημα που τόσο απρόσμενα είχε δεχτεί. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο που είχε γράψει, σχετικά, στην εφημερίδα του «ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ», στις 2 Νοεμβρίου 1982, ο φίλος του Μπομπόνια και παράγοντας του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ», αείμνηστος δημοσιογράφος Ανδρέας Χιώτης, σε άρθρο του για την ιστορία της ομάδας, με τίτλο «Αναδρομές», στο οποίο είχε δημοσιευθεί φωτογραφία του Μπομπόνια, τη στιγμή που αντάλλασε αναμνηστικά με τον αρχηγό του Ολυμπιακού Πειραιώς, Βασίλη Ξανθόπουλο, σε φιλικό αγώνα του 1961:
«Για όσους δεν ξέρουν τον τότε αρχηγό του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ ως Παπαδόπουλο, διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για τον πανύψηλο και σκληροτράχηλο οπισθοφύλακα, που έγραψε ιστορία στο λακωνικό ποδόσφαιρο με το προσωνύμιο «Μπομπόνιας». Αυτός ο γίγαντας των γηπέδων βρίσκεται τώρα στο περιθώριο της ζωής, χτυπημένος στα 53 του χρόνια από εγκεφαλικό επεισόδιο.»
Στη 10ετία του ’80 οργανώθηκε ένα παιχνίδι βετεράνων στο Στάδιο Σπάρτης. Την ώρα που συγκεντρώθηκαν οι βετεράνοι για την καθιερωμένη φωτογραφία στο κέντρο γηπέδου, είδαν να μπαίνει στο γήπεδο, κουτσαίνοντας, με μια μαγκούρα στο χέρι, ο Μπομπόνιας. Πλησίασε του παλιούς του συμπαίχτες και όλοι συγκινημένοι τον χειροκρότησαν και τον αγκάλιασαν. Τον έβαλαν όρθιο ανάμεσά τους και βγήκε φωτογραφία μαζί τους, ο Μπομπόνιας, έτσι, με την μαγκουρίτσα και τα γυαλάκια του, την τελευταία φωτογραφία του μέσα στο γήπεδο, εκεί ακριβώς που μεγαλούργησε τόσα χρόνια.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1989, κι ενώ καρτερούσε να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένειά του, ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο θρυλικός και πολυαγαπημένος Μπομπόνιας της Σπάρτης, έκανε «ψαράκι» στην αιωνιότητα, σ’ αυτόν τον τελευταίο και σκληρότερο αγώνα του, σε ηλικία μόλις 60 χρόνων.
Η γυναίκα του, η Λούλα, έζησε, μιλώντας στις φωτογραφίες του, μέχρι που πήγε κι αυτή να συναντήσει τον αγαπημένο της Γιάννη, στα 2021.
Ο γιος του Μπομπόνια, ο Ηλίας Παπαδόπουλος, υπήρξε για χρόνια η μασκότ του Σπαρτιατικού. «Κρεμασμένος» στα κάγκελα καμάρωνε τον πατέρα του στα παιχνίδια, τότε που ψήλωνε το μπόι του και γινόταν ο πατέρας στα μάτια του γιου ένας μυθικός θεός. Από τα γεννοφάσκια του ο Ηλίας ποτίστηκε με αγάπη για την μπάλα. Πώς ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, αφού είχε πατέρα έναν Μπομπόνια; Αριστεροπόδαρος, έπαιζε με τον πατέρα του μπάλα στο σπίτι και στο γήπεδο, μάθαινε απ’ αυτόν τα μυστικά της και φαινόταν ότι είχε πάρει το χάρισμα του ποδοσφαιριστή από τον πατέρα του.
Ο Μπομπόνιας, όμως, αν και καμάρωνε για το ποδοσφαιρικό ταλέντο του γιου του, δεν ήθελε να τον κάνει ποδοσφαιριστή, αλλά να μάθει γράμματα και να προκόψει στη ζωή του. Με την εμπειρία που είχε αποκτήσει από το ποδόσφαιρο και τη ζωή, φοβόταν πως αν ο γιος του αφοσιωνόταν στο ποδόσφαιρο θα θυσίαζε το μέλλον του.
Τότε που μεσουράνησε στα γήπεδα ο Μπομπόνιας … «οι ποδοσφαιριστές ήταν κάτι σαν τους παλιούς ρεμπέτες – «απόκληροι της κοινωνίας»! Οι γυμνασιάρχες μοίραζαν αποβολές σαν έβλεπαν τους μαθητές τους να κλοτσούν μπάλα κι οι γονείς κυριεύονταν από απελπισία όταν το παιδί τους τούς έλεγε ότι θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής». (ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Άγγελος Μενδρινός)
Διηγείται ο γιος του Μπομπόνια, ο Ηλίας Παπαδόπουλος:
«Μαθητής ήμουνα και ήταν παιχνίδι του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης και του Γυμνασίου Γυθείου, στο Στάδιο. Θα έπαιζα κι εγώ. Άρχισα να ετοιμάζομαι στο σπίτι, για να πάω για τον αγώνα:
-Πού πας; ρώτησε ο πατέρας μου.
-Έχουμε παιχνίδι τα γυμνάσια.
-Δεν θα πας πουθενά. Μην τολμήσεις να βγεις από το σπίτι.
Με κλείδωσε στο δωμάτιο. Μου άνοιξε κρυφά η μάνα μου. Πήγα στην τουαλέτα, κλείδωσα από μέσα, πήδηξα από το παράθυρο…πήγα στο γήπεδο …έπαιξα… έβαλα ένα γκολ… κάνω έτσι, βλέπω στα κάγκελα τον Μπομπόνια!!! Φοβήθηκα … προσποιήθηκα τον τραυματία…βγήκα από την άλλη μεριά του γηπέδου. Πήγα τρέχοντας στο σπίτι … γύρισε αγριεμένος … με υπερασπίστηκε η μάνα μου … τη γλίτωσα.»
Τελικά η αγάπη πατέρα και γιου για την μπάλα νίκησε τις ανησυχίες, τις επιφυλάξεις και τις αναστολές του Μπομπόνια. Ο Ηλίας Παπαδόπουλος, με παρόντα και γεμάτο καμάρι τον πατέρα του, έβγαλε δελτίο στον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ» και αμέσως έγινε βασικός. Η ιστορία συνεχίστηκε… Οι φίλαθλοι δε λέγανε «ο Ηλίας Παπαδόπουλος» αλλά «ο Μπομπόνιας». Κι αυτή τη φορά ήταν ο πατέρας Μπομπόνιας, που από τις κερκίδες καμάρωνε τον γιο Μπομπόνια για τις περίτεχνες ενέργειές του και τα γκολ που έβαζε, παίζοντας σ’ όλες τις θέσεις …αριστερό μπακ…αριστερό χαφ…σεντερ φορ….
Μετά από τον «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ» ο Ηλίας Μπομπόνιας έπαιξε στον «ΛΕΩΝΙΔΑ» και στον «ΑΟ ΣΠΑΡΤΗΣ», μέχρι το 1990, γράφοντας τη δική του ποδοσφαιρική ιστορία στο ίδιο γήπεδο που μεγαλούργησε ο πατέρας του. Από τον πατέρα του τον Μπομπόνια, ο Ηλίας, εκτός από το ποδοσφαιρικό ταλέντο πήρε και το ποδοσφαιρικό ήθος: Σ’ όλη την ποδοσφαιρική του καριέρα ΔΕΝ είδε ποτέ κόκκινη κάρτα για αντιαθλητικό παιχνίδι. Και δεν ήταν αυτό μόνο: Ο Ηλίας σεβάστηκε την επιθυμία του πατέρα του να μάθει γράμματα: Αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήγε στη ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΕΙΟ και μετά, στα 1983, διορίστηκε στη ΔΕΗ, από την οποία συνταξιοδοτήθηκε πριν από μερικά χρόνια.
Παντρεύτηκε την Δέσποινα Παρασκευοπούλου, άξια σύντροφο στον αγώνα της ζωής και απέκτησαν δυο κόρες, για τις οποίες δίκαια καμαρώνουν ΚΑΙ για τις σπουδές που έκαναν αλλά ΚΑΙ για το ήθος και τον χαρακτήρα που κοσμούνται. Καρπός και δώρο ζωής, χαράς μαζί και ευτυχίας, τα πέντε εγγόνια που τους χάρισαν.
Και επειδή θαύματα στη ζωή των ανθρώπων συνεχίζουν να γίνονται, ο ένας γαμπρός του Ηλία λέγεται κι αυτός Παπαδόπουλος και ο πατέρας του Γιάννης!!! Και όταν έκανε το πρώτο του αγοράκι, το βάφτισε, φυσικά, Γιάννη (Παπαδόπουλο) !!!
Ο παππούς ο Μπομπόνιας φρόντισε από εκεί ψηλά και σίγουρα καμαρώνει!!!
Είναι τέτοια η αδήριτη μοίρα του ανθρώπου, ώστε, αργά ή γρήγορα, φεύγει από τη ζωή, μακριά από ό,τι αγάπησε και αγαπήθηκε. Και τότε αρχίζει να ζει η Μνήμη, το αποτύπωμα, δηλαδή, που άφησε ο άνθρωπος περπατώντας στον δρόμο της Ζωής. Κι ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο Μπομπόνιας, με τη ζωή του, το ήθος του και με το ποδοσφαιρικό του τάλαντο, άφησε πίσω του ένα τόσο βαθύ αποτύπωμα, που δεν θα το ξεθωριάσει ποτέ ο χρόνος.
Γι’ αυτό ο θρύλος του Μπομπόνια θα παραμείνει ζωντανός για πάντα.
Ας είναι αιώνια η Μνήμη του
ΥΓ: Ευχαριστώ τον γιο του Μπομπόνια, τον Ηλία Παπαδόπουλο, για τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες που μου έδωσε για τον αείμνηστο πατέρα του.
Ευχαριστώ, επίσης , τους παλαιούς ποδοσφαιριστές του ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ Σούλη Σακκέτα και Γρηγόρη Καραναγνώστη, γιατί μοιράστηκαν, πρόθυμα, μαζί μου τις μνήμες τους από τον ποδοσφαιριστή και άνθρωπο Γιάννη Παπαδόπουλο (Μπομπόνια).
Τέλος, θέλω να αφιερώσω αυτό το άρθρο και στη μνήμη του δημοσιογράφου Ανδρέα Χιώτη, που με τις εφημερίδες και τα άρθρα του, επί 10ετίες ολόκληρες, διέσωσε, για τους μεταγενέστερους Σπαρτιάτες, μεταξύ άλλων πολλών και σημαντικών, και την ιστορία του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου.