Η λογική του μέλλοντος

Μοιράσου το άρθρο:
01-08-2023
Γράφει ο Γιάννης Βαρελλάς
Σχετικά Άρθρα
Ρώτησαν το λίγο “Που πας”;
«Κοντά στο πολύ» είπε εκείνο
(Τούρκικη παροιμία)
Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου, πλην των γνωστών αποτελεσμάτων της καταβύθισης ενός λόγου κενού (κελύφη έρημα εννοίας κατά πως θα το έλεγε κι ο Ροΐδης) που απευθυνόταν κατά βάση σε οπαδικά ένστιχτα άναρχα συναθροισμένων ομάδων, ανέδειξε κατά τη γνώμη μας και τούτο: Την ανάγκη του κόσμου να απευθυνθεί σε κάτι που σε πρώτη ανάγνωση έστω εξασφάλιζε την σταθερότητα και μια σχετικά ομαλή ροή της καθημερινότητας που εφάπτεται με τη κοινή λογική -άσχετα βέβαια πάντα κατά πόσο αυτό μπορούσε να υλοποιηθεί ή όχι με τους όρους που λειτουργεί η πολιτική. Η επιτυχία του επανεκλεγέντος κόμματος έγκειται στο ότι συμπεριέλαβε κάποιους ανθρώπους εκτός του κομματικού εκμαγείου που έπειθαν ότι έχουν επαφή με την πραγματικότητα κι έτσι κατάφερε να υπερκεράσει τις συνέπειες από το «αναγκαίο» κακό που ήταν σίγουρο πως αργότερα επέπρωτο να συμβεί. Έτσι η χρήσις εκ νέου των πάσης φύσεων τσεκουριών του Βορίδη, η ακατανίκητος γαρ βλακεία του Άδωνη, η κραυγαλέα ανικανότητα του εσαεί περιφερόμενου υιού Βαρβιτσιώτη μπόρεσε να «μπαλωθεί» επαρκώς με την χρησιμοποίηση των ανθρώπων αυτών.
Έχοντας ως αφετηρία της σκέψης την πιο πάνω διαπίστωση προχωράμε πιο πέρα προσπαθώντας να τοποθετηθούμε πάνω στην τωρινή κατάσταση της πραγματικότητας γύρω μας. Τι παρατηρεί λοιπόν κάποιος που θέλει να ζει στο σήμερα με την παρακαταθήκη του χτες, αλλά και με την πυξίδα του σταθερά να δείχνει στο αύριο; Ότι ολοένα και φθίνει η έννοια της λογικής κατά την αριστοτελική χρήση του όρου δίχως τουλάχιστον να υπάρχει η ουτοπία έστω βρε αδερφέ ενός σπηλαίου του Πλάτωνα προκειμένου να καταφύγει κανείς μιας κι αυτό καθώς φαίνεται θα αποτελέσει το επόμενο αρχαιολογικό εύρημα του νυν δημάρχου των Αθηναίων μετά την Πολιτεία.
Ο άνθρωπος που είχε μια δομή μέσα του, που χώριζε τη μέρα του σε πρωί μεσημέρι και βράδυ και είχε συγκεκριμένα πράγματα να κάνει μέσα σε αυτή, αποδομήθηκε βιαίως από ένα «τσαμπουκαλίστικο» σύστημα αυθαιρεσίας που όλα τα θεώρησε ντεμοντέ. Το σύστημα αυτό κατάφερε και λύγισε κοτζάμ κορμοστασιές λεβέντηδων αντρών και θηλυκών οντοτήτων για να διαβούν από πάνω τους θεωρητικά σχήματα αμφιλεγόμενης προέλευσης και ευαισθησίες ανθρώπων που ζουν αγκαλιά με κινητά και με κατοικίδια. Το απαξιωτικό «καλά κοίτα εσύ μόνο τη δουλίτσα σου» που με περισσή αποστροφή το καταδικάζαμε εμείς οι πολίτες του κόσμου, παίρνει την εκδίκηση του θαρρείς τώρα που η κοσμομηχανή παράγει όλο και πιο παγκοσμιοποιημένους κιμάδες ανθρώπων χωρίς ίχνος συγκρότησης μέσα τους, αλλά και δίχως ιδέα για το από πούθε θα μπορούσε να φέξει το άστρο της λευτεριάς. Αθροιζόμενοι στο πηλίκο μιας μέσης καταναλωτικής ευτυχίας ψελλίζουν ολοένα και πιο άτονα κραυγές δικαιωματισμού και στιλιστικά προνόμια εγωκεντρικών εμφανίσεων για να χρυσώνουν το χάπι της ανυπαρξία; ζωής.
Το να κάνεις οικογένεια σήμερα είναι μια απόφαση υποβασταζόμενη από το χέρι του ελληνικού Δημοσίου που λίγο πολύ σε χρήζει Μάρκο Μπότσαρη της υπογεννητικότητας λες και μονίμως το θέμα μας σε αυτή την χώρα είναι μόνο οι αριθμοί. Ποια η μέριμνα για αυτά τα παιδιά μετά όταν από πολύ νωρίς θα καλεστούν να αντιμετωπίσουν το παράλογο στις πλείστες εκδοχές του κι έτσι πολύ εύκολα θα αρπάξουν το πρώτο σωσίβιο πράγμα που θα βρεθεί μπροστά τους;
Αλλά και στον τομέα της εργασίας, της κάθε εργασίας που μπορεί κάποιος να έχει κατά έναν παράξενο τρόπο και όλα καλά να βαίνουν κάποια στιγμή πάντα θα έρθει από το πουθενά ο κατάλληλος «ακατάλληλος», ο εμβριθής της ακαταλαβίστικης λογικής του που θα ξεθάψει από το ερμάριο του τάδε μυαλού του και θα δημιουργήσει το πρόβλημα. Το ότι συναντά κανείς πάντα σχεδόν τέτοιους ανθρώπους που φλερτάρουν διαρκώς με την έννοια του παραλόγου είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια της τυπικής ατυχίας και επιβεβαιώνει απόλυτα τη ρήση του Τσαρούχη πως «στην Ελλάδα τελικά, όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι».
Φτάσαμε στο σημείο ο κάθε ακόμη που στηρίζεται στη λογική να ονειρεύεται θεαματικές καινοτομίες που αντί για νέες δομές και κοινωνικά συστήματα όπως γινόταν παλιά, αυτές να έχουν να κάνουν με ένα ρημαδο- νόμο που επιτέλους μια φορά θα έχει ξεκάθαρες τις διατάξεις του, μιαν απόφαση που θα βάζει δύο έστω από τα δέκα πράγματα που καταπιάνεται σε τάξη, έναν σχηματισμό μιας προγραμματικής θέσης που δεν θα ολισθαίνει στα ελώδη ύδατα της γενικότητας και του ανέφικτου της εφαρμογής του.
Θυμάται με μελαγχολία κανείς αν έχει προλάβει να ζήσει τις εποχές που η μάνα στο σπίτι ήταν ένας μικρός υπουργός οικονομικών, ο πατέρας ένας πολυπράγμων υπουργός εργασίας που ήξερε να κάνει σωρό πράγματα με μηδέν τεχνογνωσία και τα παιδιά από μικρά να έχουν συνείδηση του ρόλου που έχουν μέσα σε αυτό το θεσμό κι έτσι να απορρέουν αυτόματα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Αυτή τη ζηλευτή αρμονία ρόλων και σχέσεων που πρυτάνευε το φιλότιμο και η προκοπή ήρθε να κατανικήσει η προτροπή της νεοτερικότητας πως άνετα μπορείς να βγάζεις τριάντα και να χαλάς εκατό αρκεί να πας Χριστούγεννα στο Σάλτσμπουργκ για να απολαύσεις την δανειοδίαιτη σου ευμάρεια. Η πολυπραγμοσύνη του άντρα έγινε μέσω του νόθου εξαστισμού μια σταλιά δουλίτσα σε κάποια εταιρεία παροχής υπηρεσιών στα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ τα παιδιά αντί για υποχρεώσεις και ευθύνες που λέγαμε παραπάνω πιάνουν από νωρίς μια θέση στα «φλυαρητήρια» του ίντερνετ, δέσμια των αφειδώς παρεχομένων με τις ευλογίες της Πολιτείας εθιστικών ενασχολήσεων.
Στον τόπο αυτό που ότι δεν φέρει πρόσφατη ημερομηνία αναγραφής σχεδόν έχει ποινικοποιηθεί, είναι απαραίτητο να επανασυστηθεί ο καθένας με την σταθερή βάση του αληθινού κόσμου του για να μπορέσει να στήσει τα αναχώματα μετά εκεί που χρειαστούν.
Όσο για τον φιλόδοξο τώρα τίτλο του άρθρου τον σχετικό με την διερεύνηση της λογικής του μέλλοντος νομίζω πως αντί για κάποιο ψάρεμα στα ρηχά του διαδικτύου προκειμένου να βγει προς τα έξω καμιά καλή ατάκα από την «Πόλις» λ.χ του Κωνσταντίνου Καβάφη που είναι συναφής με το θέμα κι έτσι να αποκτήσει το πρέπον κύρος το κείμενο, καλύτερα είναι να στραφούμε στον Πόλυς Κερμανίδη, άρτι αφιχθείς από τη δεκαετία του ΄70 και να ακούσουμε νέτα-σκέτα το σχετικό άσμα. Τι προβλέπει λοιπόν ο συμπαθής αυτός αοιδός ως προς το φλέγον ζήτημα; Μα πως η λογική του μέλλοντος κυρά μου είναι η τρέλα φυσικά και δεδομένου ότι τυγχάνει να μας παρευρίσκεται μπόλικη από αυτήν, για αυτό κοντά μας έλα.
Κι εδώ που τα λέμε δεν φαίνεται να έχει κι άδικο αν σκεφτούμε πως για να έχεις μια τρέλα για κάτι σημαίνει πως είσαι παθιασμένα υπεύθυνος να το υπηρετείς για να το αναδείξεις όσο μπορέσεις. Γίνεσαι τότε ο εσωτερικός μονόλογος της δικής σου αποκλειστικής αλληγορίας κι αυτό σε τροφοδοτεί με ζωοποιό δύναμη σε ότι κι αν κάνεις. Αποτελεί αυτή η ιδιότυπη τρέλα τον λεγόμενο «παλμό» που προέτρεπε ο Αξελός να κρατήσουν οι έφηβοι ακόμη και στην ώριμη ηλικία τους. Κι έτσι κάπως σε πείσμα των καιρών της ήττας και της κατήφειας θα μπορεί κάποιος να περνά «μποέμικα κι ωραία» σύμφωνα πάντα ξανά με τον Πόλυς!
«Κοντά στο πολύ» είπε εκείνο
(Τούρκικη παροιμία)
Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου, πλην των γνωστών αποτελεσμάτων της καταβύθισης ενός λόγου κενού (κελύφη έρημα εννοίας κατά πως θα το έλεγε κι ο Ροΐδης) που απευθυνόταν κατά βάση σε οπαδικά ένστιχτα άναρχα συναθροισμένων ομάδων, ανέδειξε κατά τη γνώμη μας και τούτο: Την ανάγκη του κόσμου να απευθυνθεί σε κάτι που σε πρώτη ανάγνωση έστω εξασφάλιζε την σταθερότητα και μια σχετικά ομαλή ροή της καθημερινότητας που εφάπτεται με τη κοινή λογική -άσχετα βέβαια πάντα κατά πόσο αυτό μπορούσε να υλοποιηθεί ή όχι με τους όρους που λειτουργεί η πολιτική. Η επιτυχία του επανεκλεγέντος κόμματος έγκειται στο ότι συμπεριέλαβε κάποιους ανθρώπους εκτός του κομματικού εκμαγείου που έπειθαν ότι έχουν επαφή με την πραγματικότητα κι έτσι κατάφερε να υπερκεράσει τις συνέπειες από το «αναγκαίο» κακό που ήταν σίγουρο πως αργότερα επέπρωτο να συμβεί. Έτσι η χρήσις εκ νέου των πάσης φύσεων τσεκουριών του Βορίδη, η ακατανίκητος γαρ βλακεία του Άδωνη, η κραυγαλέα ανικανότητα του εσαεί περιφερόμενου υιού Βαρβιτσιώτη μπόρεσε να «μπαλωθεί» επαρκώς με την χρησιμοποίηση των ανθρώπων αυτών.
Έχοντας ως αφετηρία της σκέψης την πιο πάνω διαπίστωση προχωράμε πιο πέρα προσπαθώντας να τοποθετηθούμε πάνω στην τωρινή κατάσταση της πραγματικότητας γύρω μας. Τι παρατηρεί λοιπόν κάποιος που θέλει να ζει στο σήμερα με την παρακαταθήκη του χτες, αλλά και με την πυξίδα του σταθερά να δείχνει στο αύριο; Ότι ολοένα και φθίνει η έννοια της λογικής κατά την αριστοτελική χρήση του όρου δίχως τουλάχιστον να υπάρχει η ουτοπία έστω βρε αδερφέ ενός σπηλαίου του Πλάτωνα προκειμένου να καταφύγει κανείς μιας κι αυτό καθώς φαίνεται θα αποτελέσει το επόμενο αρχαιολογικό εύρημα του νυν δημάρχου των Αθηναίων μετά την Πολιτεία.
Ο άνθρωπος που είχε μια δομή μέσα του, που χώριζε τη μέρα του σε πρωί μεσημέρι και βράδυ και είχε συγκεκριμένα πράγματα να κάνει μέσα σε αυτή, αποδομήθηκε βιαίως από ένα «τσαμπουκαλίστικο» σύστημα αυθαιρεσίας που όλα τα θεώρησε ντεμοντέ. Το σύστημα αυτό κατάφερε και λύγισε κοτζάμ κορμοστασιές λεβέντηδων αντρών και θηλυκών οντοτήτων για να διαβούν από πάνω τους θεωρητικά σχήματα αμφιλεγόμενης προέλευσης και ευαισθησίες ανθρώπων που ζουν αγκαλιά με κινητά και με κατοικίδια. Το απαξιωτικό «καλά κοίτα εσύ μόνο τη δουλίτσα σου» που με περισσή αποστροφή το καταδικάζαμε εμείς οι πολίτες του κόσμου, παίρνει την εκδίκηση του θαρρείς τώρα που η κοσμομηχανή παράγει όλο και πιο παγκοσμιοποιημένους κιμάδες ανθρώπων χωρίς ίχνος συγκρότησης μέσα τους, αλλά και δίχως ιδέα για το από πούθε θα μπορούσε να φέξει το άστρο της λευτεριάς. Αθροιζόμενοι στο πηλίκο μιας μέσης καταναλωτικής ευτυχίας ψελλίζουν ολοένα και πιο άτονα κραυγές δικαιωματισμού και στιλιστικά προνόμια εγωκεντρικών εμφανίσεων για να χρυσώνουν το χάπι της ανυπαρξία; ζωής.
Το να κάνεις οικογένεια σήμερα είναι μια απόφαση υποβασταζόμενη από το χέρι του ελληνικού Δημοσίου που λίγο πολύ σε χρήζει Μάρκο Μπότσαρη της υπογεννητικότητας λες και μονίμως το θέμα μας σε αυτή την χώρα είναι μόνο οι αριθμοί. Ποια η μέριμνα για αυτά τα παιδιά μετά όταν από πολύ νωρίς θα καλεστούν να αντιμετωπίσουν το παράλογο στις πλείστες εκδοχές του κι έτσι πολύ εύκολα θα αρπάξουν το πρώτο σωσίβιο πράγμα που θα βρεθεί μπροστά τους;
Αλλά και στον τομέα της εργασίας, της κάθε εργασίας που μπορεί κάποιος να έχει κατά έναν παράξενο τρόπο και όλα καλά να βαίνουν κάποια στιγμή πάντα θα έρθει από το πουθενά ο κατάλληλος «ακατάλληλος», ο εμβριθής της ακαταλαβίστικης λογικής του που θα ξεθάψει από το ερμάριο του τάδε μυαλού του και θα δημιουργήσει το πρόβλημα. Το ότι συναντά κανείς πάντα σχεδόν τέτοιους ανθρώπους που φλερτάρουν διαρκώς με την έννοια του παραλόγου είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια της τυπικής ατυχίας και επιβεβαιώνει απόλυτα τη ρήση του Τσαρούχη πως «στην Ελλάδα τελικά, όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι».
Φτάσαμε στο σημείο ο κάθε ακόμη που στηρίζεται στη λογική να ονειρεύεται θεαματικές καινοτομίες που αντί για νέες δομές και κοινωνικά συστήματα όπως γινόταν παλιά, αυτές να έχουν να κάνουν με ένα ρημαδο- νόμο που επιτέλους μια φορά θα έχει ξεκάθαρες τις διατάξεις του, μιαν απόφαση που θα βάζει δύο έστω από τα δέκα πράγματα που καταπιάνεται σε τάξη, έναν σχηματισμό μιας προγραμματικής θέσης που δεν θα ολισθαίνει στα ελώδη ύδατα της γενικότητας και του ανέφικτου της εφαρμογής του.
Θυμάται με μελαγχολία κανείς αν έχει προλάβει να ζήσει τις εποχές που η μάνα στο σπίτι ήταν ένας μικρός υπουργός οικονομικών, ο πατέρας ένας πολυπράγμων υπουργός εργασίας που ήξερε να κάνει σωρό πράγματα με μηδέν τεχνογνωσία και τα παιδιά από μικρά να έχουν συνείδηση του ρόλου που έχουν μέσα σε αυτό το θεσμό κι έτσι να απορρέουν αυτόματα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Αυτή τη ζηλευτή αρμονία ρόλων και σχέσεων που πρυτάνευε το φιλότιμο και η προκοπή ήρθε να κατανικήσει η προτροπή της νεοτερικότητας πως άνετα μπορείς να βγάζεις τριάντα και να χαλάς εκατό αρκεί να πας Χριστούγεννα στο Σάλτσμπουργκ για να απολαύσεις την δανειοδίαιτη σου ευμάρεια. Η πολυπραγμοσύνη του άντρα έγινε μέσω του νόθου εξαστισμού μια σταλιά δουλίτσα σε κάποια εταιρεία παροχής υπηρεσιών στα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ τα παιδιά αντί για υποχρεώσεις και ευθύνες που λέγαμε παραπάνω πιάνουν από νωρίς μια θέση στα «φλυαρητήρια» του ίντερνετ, δέσμια των αφειδώς παρεχομένων με τις ευλογίες της Πολιτείας εθιστικών ενασχολήσεων.
Στον τόπο αυτό που ότι δεν φέρει πρόσφατη ημερομηνία αναγραφής σχεδόν έχει ποινικοποιηθεί, είναι απαραίτητο να επανασυστηθεί ο καθένας με την σταθερή βάση του αληθινού κόσμου του για να μπορέσει να στήσει τα αναχώματα μετά εκεί που χρειαστούν.
Όσο για τον φιλόδοξο τώρα τίτλο του άρθρου τον σχετικό με την διερεύνηση της λογικής του μέλλοντος νομίζω πως αντί για κάποιο ψάρεμα στα ρηχά του διαδικτύου προκειμένου να βγει προς τα έξω καμιά καλή ατάκα από την «Πόλις» λ.χ του Κωνσταντίνου Καβάφη που είναι συναφής με το θέμα κι έτσι να αποκτήσει το πρέπον κύρος το κείμενο, καλύτερα είναι να στραφούμε στον Πόλυς Κερμανίδη, άρτι αφιχθείς από τη δεκαετία του ΄70 και να ακούσουμε νέτα-σκέτα το σχετικό άσμα. Τι προβλέπει λοιπόν ο συμπαθής αυτός αοιδός ως προς το φλέγον ζήτημα; Μα πως η λογική του μέλλοντος κυρά μου είναι η τρέλα φυσικά και δεδομένου ότι τυγχάνει να μας παρευρίσκεται μπόλικη από αυτήν, για αυτό κοντά μας έλα.
Κι εδώ που τα λέμε δεν φαίνεται να έχει κι άδικο αν σκεφτούμε πως για να έχεις μια τρέλα για κάτι σημαίνει πως είσαι παθιασμένα υπεύθυνος να το υπηρετείς για να το αναδείξεις όσο μπορέσεις. Γίνεσαι τότε ο εσωτερικός μονόλογος της δικής σου αποκλειστικής αλληγορίας κι αυτό σε τροφοδοτεί με ζωοποιό δύναμη σε ότι κι αν κάνεις. Αποτελεί αυτή η ιδιότυπη τρέλα τον λεγόμενο «παλμό» που προέτρεπε ο Αξελός να κρατήσουν οι έφηβοι ακόμη και στην ώριμη ηλικία τους. Κι έτσι κάπως σε πείσμα των καιρών της ήττας και της κατήφειας θα μπορεί κάποιος να περνά «μποέμικα κι ωραία» σύμφωνα πάντα ξανά με τον Πόλυς!
Ρώτησαν το λίγο “Που πας”;
«Κοντά στο πολύ» είπε εκείνο
(Τούρκικη παροιμία)
Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου, πλην των γνωστών αποτελεσμάτων της καταβύθισης ενός λόγου κενού (κελύφη έρημα εννοίας κατά πως θα το έλεγε κι ο Ροΐδης) που απευθυνόταν κατά βάση σε οπαδικά ένστιχτα άναρχα συναθροισμένων ομάδων, ανέδειξε κατά τη γνώμη μας και τούτο: Την ανάγκη του κόσμου να απευθυνθεί σε κάτι που σε πρώτη ανάγνωση έστω εξασφάλιζε την σταθερότητα και μια σχετικά ομαλή ροή της καθημερινότητας που εφάπτεται με τη κοινή λογική -άσχετα βέβαια πάντα κατά πόσο αυτό μπορούσε να υλοποιηθεί ή όχι με τους όρους που λειτουργεί η πολιτική. Η επιτυχία του επανεκλεγέντος κόμματος έγκειται στο ότι συμπεριέλαβε κάποιους ανθρώπους εκτός του κομματικού εκμαγείου που έπειθαν ότι έχουν επαφή με την πραγματικότητα κι έτσι κατάφερε να υπερκεράσει τις συνέπειες από το «αναγκαίο» κακό που ήταν σίγουρο πως αργότερα επέπρωτο να συμβεί. Έτσι η χρήσις εκ νέου των πάσης φύσεων τσεκουριών του Βορίδη, η ακατανίκητος γαρ βλακεία του Άδωνη, η κραυγαλέα ανικανότητα του εσαεί περιφερόμενου υιού Βαρβιτσιώτη μπόρεσε να «μπαλωθεί» επαρκώς με την χρησιμοποίηση των ανθρώπων αυτών.
Έχοντας ως αφετηρία της σκέψης την πιο πάνω διαπίστωση προχωράμε πιο πέρα προσπαθώντας να τοποθετηθούμε πάνω στην τωρινή κατάσταση της πραγματικότητας γύρω μας. Τι παρατηρεί λοιπόν κάποιος που θέλει να ζει στο σήμερα με την παρακαταθήκη του χτες, αλλά και με την πυξίδα του σταθερά να δείχνει στο αύριο; Ότι ολοένα και φθίνει η έννοια της λογικής κατά την αριστοτελική χρήση του όρου δίχως τουλάχιστον να υπάρχει η ουτοπία έστω βρε αδερφέ ενός σπηλαίου του Πλάτωνα προκειμένου να καταφύγει κανείς μιας κι αυτό καθώς φαίνεται θα αποτελέσει το επόμενο αρχαιολογικό εύρημα του νυν δημάρχου των Αθηναίων μετά την Πολιτεία.
Ο άνθρωπος που είχε μια δομή μέσα του, που χώριζε τη μέρα του σε πρωί μεσημέρι και βράδυ και είχε συγκεκριμένα πράγματα να κάνει μέσα σε αυτή, αποδομήθηκε βιαίως από ένα «τσαμπουκαλίστικο» σύστημα αυθαιρεσίας που όλα τα θεώρησε ντεμοντέ. Το σύστημα αυτό κατάφερε και λύγισε κοτζάμ κορμοστασιές λεβέντηδων αντρών και θηλυκών οντοτήτων για να διαβούν από πάνω τους θεωρητικά σχήματα αμφιλεγόμενης προέλευσης και ευαισθησίες ανθρώπων που ζουν αγκαλιά με κινητά και με κατοικίδια. Το απαξιωτικό «καλά κοίτα εσύ μόνο τη δουλίτσα σου» που με περισσή αποστροφή το καταδικάζαμε εμείς οι πολίτες του κόσμου, παίρνει την εκδίκηση του θαρρείς τώρα που η κοσμομηχανή παράγει όλο και πιο παγκοσμιοποιημένους κιμάδες ανθρώπων χωρίς ίχνος συγκρότησης μέσα τους, αλλά και δίχως ιδέα για το από πούθε θα μπορούσε να φέξει το άστρο της λευτεριάς. Αθροιζόμενοι στο πηλίκο μιας μέσης καταναλωτικής ευτυχίας ψελλίζουν ολοένα και πιο άτονα κραυγές δικαιωματισμού και στιλιστικά προνόμια εγωκεντρικών εμφανίσεων για να χρυσώνουν το χάπι της ανυπαρξία; ζωής.
Το να κάνεις οικογένεια σήμερα είναι μια απόφαση υποβασταζόμενη από το χέρι του ελληνικού Δημοσίου που λίγο πολύ σε χρήζει Μάρκο Μπότσαρη της υπογεννητικότητας λες και μονίμως το θέμα μας σε αυτή την χώρα είναι μόνο οι αριθμοί. Ποια η μέριμνα για αυτά τα παιδιά μετά όταν από πολύ νωρίς θα καλεστούν να αντιμετωπίσουν το παράλογο στις πλείστες εκδοχές του κι έτσι πολύ εύκολα θα αρπάξουν το πρώτο σωσίβιο πράγμα που θα βρεθεί μπροστά τους;
Αλλά και στον τομέα της εργασίας, της κάθε εργασίας που μπορεί κάποιος να έχει κατά έναν παράξενο τρόπο και όλα καλά να βαίνουν κάποια στιγμή πάντα θα έρθει από το πουθενά ο κατάλληλος «ακατάλληλος», ο εμβριθής της ακαταλαβίστικης λογικής του που θα ξεθάψει από το ερμάριο του τάδε μυαλού του και θα δημιουργήσει το πρόβλημα. Το ότι συναντά κανείς πάντα σχεδόν τέτοιους ανθρώπους που φλερτάρουν διαρκώς με την έννοια του παραλόγου είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια της τυπικής ατυχίας και επιβεβαιώνει απόλυτα τη ρήση του Τσαρούχη πως «στην Ελλάδα τελικά, όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι».
Φτάσαμε στο σημείο ο κάθε ακόμη που στηρίζεται στη λογική να ονειρεύεται θεαματικές καινοτομίες που αντί για νέες δομές και κοινωνικά συστήματα όπως γινόταν παλιά, αυτές να έχουν να κάνουν με ένα ρημαδο- νόμο που επιτέλους μια φορά θα έχει ξεκάθαρες τις διατάξεις του, μιαν απόφαση που θα βάζει δύο έστω από τα δέκα πράγματα που καταπιάνεται σε τάξη, έναν σχηματισμό μιας προγραμματικής θέσης που δεν θα ολισθαίνει στα ελώδη ύδατα της γενικότητας και του ανέφικτου της εφαρμογής του.
Θυμάται με μελαγχολία κανείς αν έχει προλάβει να ζήσει τις εποχές που η μάνα στο σπίτι ήταν ένας μικρός υπουργός οικονομικών, ο πατέρας ένας πολυπράγμων υπουργός εργασίας που ήξερε να κάνει σωρό πράγματα με μηδέν τεχνογνωσία και τα παιδιά από μικρά να έχουν συνείδηση του ρόλου που έχουν μέσα σε αυτό το θεσμό κι έτσι να απορρέουν αυτόματα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Αυτή τη ζηλευτή αρμονία ρόλων και σχέσεων που πρυτάνευε το φιλότιμο και η προκοπή ήρθε να κατανικήσει η προτροπή της νεοτερικότητας πως άνετα μπορείς να βγάζεις τριάντα και να χαλάς εκατό αρκεί να πας Χριστούγεννα στο Σάλτσμπουργκ για να απολαύσεις την δανειοδίαιτη σου ευμάρεια. Η πολυπραγμοσύνη του άντρα έγινε μέσω του νόθου εξαστισμού μια σταλιά δουλίτσα σε κάποια εταιρεία παροχής υπηρεσιών στα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ τα παιδιά αντί για υποχρεώσεις και ευθύνες που λέγαμε παραπάνω πιάνουν από νωρίς μια θέση στα «φλυαρητήρια» του ίντερνετ, δέσμια των αφειδώς παρεχομένων με τις ευλογίες της Πολιτείας εθιστικών ενασχολήσεων.
Στον τόπο αυτό που ότι δεν φέρει πρόσφατη ημερομηνία αναγραφής σχεδόν έχει ποινικοποιηθεί, είναι απαραίτητο να επανασυστηθεί ο καθένας με την σταθερή βάση του αληθινού κόσμου του για να μπορέσει να στήσει τα αναχώματα μετά εκεί που χρειαστούν.
Όσο για τον φιλόδοξο τώρα τίτλο του άρθρου τον σχετικό με την διερεύνηση της λογικής του μέλλοντος νομίζω πως αντί για κάποιο ψάρεμα στα ρηχά του διαδικτύου προκειμένου να βγει προς τα έξω καμιά καλή ατάκα από την «Πόλις» λ.χ του Κωνσταντίνου Καβάφη που είναι συναφής με το θέμα κι έτσι να αποκτήσει το πρέπον κύρος το κείμενο, καλύτερα είναι να στραφούμε στον Πόλυς Κερμανίδη, άρτι αφιχθείς από τη δεκαετία του ΄70 και να ακούσουμε νέτα-σκέτα το σχετικό άσμα. Τι προβλέπει λοιπόν ο συμπαθής αυτός αοιδός ως προς το φλέγον ζήτημα; Μα πως η λογική του μέλλοντος κυρά μου είναι η τρέλα φυσικά και δεδομένου ότι τυγχάνει να μας παρευρίσκεται μπόλικη από αυτήν, για αυτό κοντά μας έλα.
Κι εδώ που τα λέμε δεν φαίνεται να έχει κι άδικο αν σκεφτούμε πως για να έχεις μια τρέλα για κάτι σημαίνει πως είσαι παθιασμένα υπεύθυνος να το υπηρετείς για να το αναδείξεις όσο μπορέσεις. Γίνεσαι τότε ο εσωτερικός μονόλογος της δικής σου αποκλειστικής αλληγορίας κι αυτό σε τροφοδοτεί με ζωοποιό δύναμη σε ότι κι αν κάνεις. Αποτελεί αυτή η ιδιότυπη τρέλα τον λεγόμενο «παλμό» που προέτρεπε ο Αξελός να κρατήσουν οι έφηβοι ακόμη και στην ώριμη ηλικία τους. Κι έτσι κάπως σε πείσμα των καιρών της ήττας και της κατήφειας θα μπορεί κάποιος να περνά «μποέμικα κι ωραία» σύμφωνα πάντα ξανά με τον Πόλυς!
«Κοντά στο πολύ» είπε εκείνο
(Τούρκικη παροιμία)
Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου, πλην των γνωστών αποτελεσμάτων της καταβύθισης ενός λόγου κενού (κελύφη έρημα εννοίας κατά πως θα το έλεγε κι ο Ροΐδης) που απευθυνόταν κατά βάση σε οπαδικά ένστιχτα άναρχα συναθροισμένων ομάδων, ανέδειξε κατά τη γνώμη μας και τούτο: Την ανάγκη του κόσμου να απευθυνθεί σε κάτι που σε πρώτη ανάγνωση έστω εξασφάλιζε την σταθερότητα και μια σχετικά ομαλή ροή της καθημερινότητας που εφάπτεται με τη κοινή λογική -άσχετα βέβαια πάντα κατά πόσο αυτό μπορούσε να υλοποιηθεί ή όχι με τους όρους που λειτουργεί η πολιτική. Η επιτυχία του επανεκλεγέντος κόμματος έγκειται στο ότι συμπεριέλαβε κάποιους ανθρώπους εκτός του κομματικού εκμαγείου που έπειθαν ότι έχουν επαφή με την πραγματικότητα κι έτσι κατάφερε να υπερκεράσει τις συνέπειες από το «αναγκαίο» κακό που ήταν σίγουρο πως αργότερα επέπρωτο να συμβεί. Έτσι η χρήσις εκ νέου των πάσης φύσεων τσεκουριών του Βορίδη, η ακατανίκητος γαρ βλακεία του Άδωνη, η κραυγαλέα ανικανότητα του εσαεί περιφερόμενου υιού Βαρβιτσιώτη μπόρεσε να «μπαλωθεί» επαρκώς με την χρησιμοποίηση των ανθρώπων αυτών.
Έχοντας ως αφετηρία της σκέψης την πιο πάνω διαπίστωση προχωράμε πιο πέρα προσπαθώντας να τοποθετηθούμε πάνω στην τωρινή κατάσταση της πραγματικότητας γύρω μας. Τι παρατηρεί λοιπόν κάποιος που θέλει να ζει στο σήμερα με την παρακαταθήκη του χτες, αλλά και με την πυξίδα του σταθερά να δείχνει στο αύριο; Ότι ολοένα και φθίνει η έννοια της λογικής κατά την αριστοτελική χρήση του όρου δίχως τουλάχιστον να υπάρχει η ουτοπία έστω βρε αδερφέ ενός σπηλαίου του Πλάτωνα προκειμένου να καταφύγει κανείς μιας κι αυτό καθώς φαίνεται θα αποτελέσει το επόμενο αρχαιολογικό εύρημα του νυν δημάρχου των Αθηναίων μετά την Πολιτεία.
Ο άνθρωπος που είχε μια δομή μέσα του, που χώριζε τη μέρα του σε πρωί μεσημέρι και βράδυ και είχε συγκεκριμένα πράγματα να κάνει μέσα σε αυτή, αποδομήθηκε βιαίως από ένα «τσαμπουκαλίστικο» σύστημα αυθαιρεσίας που όλα τα θεώρησε ντεμοντέ. Το σύστημα αυτό κατάφερε και λύγισε κοτζάμ κορμοστασιές λεβέντηδων αντρών και θηλυκών οντοτήτων για να διαβούν από πάνω τους θεωρητικά σχήματα αμφιλεγόμενης προέλευσης και ευαισθησίες ανθρώπων που ζουν αγκαλιά με κινητά και με κατοικίδια. Το απαξιωτικό «καλά κοίτα εσύ μόνο τη δουλίτσα σου» που με περισσή αποστροφή το καταδικάζαμε εμείς οι πολίτες του κόσμου, παίρνει την εκδίκηση του θαρρείς τώρα που η κοσμομηχανή παράγει όλο και πιο παγκοσμιοποιημένους κιμάδες ανθρώπων χωρίς ίχνος συγκρότησης μέσα τους, αλλά και δίχως ιδέα για το από πούθε θα μπορούσε να φέξει το άστρο της λευτεριάς. Αθροιζόμενοι στο πηλίκο μιας μέσης καταναλωτικής ευτυχίας ψελλίζουν ολοένα και πιο άτονα κραυγές δικαιωματισμού και στιλιστικά προνόμια εγωκεντρικών εμφανίσεων για να χρυσώνουν το χάπι της ανυπαρξία; ζωής.
Το να κάνεις οικογένεια σήμερα είναι μια απόφαση υποβασταζόμενη από το χέρι του ελληνικού Δημοσίου που λίγο πολύ σε χρήζει Μάρκο Μπότσαρη της υπογεννητικότητας λες και μονίμως το θέμα μας σε αυτή την χώρα είναι μόνο οι αριθμοί. Ποια η μέριμνα για αυτά τα παιδιά μετά όταν από πολύ νωρίς θα καλεστούν να αντιμετωπίσουν το παράλογο στις πλείστες εκδοχές του κι έτσι πολύ εύκολα θα αρπάξουν το πρώτο σωσίβιο πράγμα που θα βρεθεί μπροστά τους;
Αλλά και στον τομέα της εργασίας, της κάθε εργασίας που μπορεί κάποιος να έχει κατά έναν παράξενο τρόπο και όλα καλά να βαίνουν κάποια στιγμή πάντα θα έρθει από το πουθενά ο κατάλληλος «ακατάλληλος», ο εμβριθής της ακαταλαβίστικης λογικής του που θα ξεθάψει από το ερμάριο του τάδε μυαλού του και θα δημιουργήσει το πρόβλημα. Το ότι συναντά κανείς πάντα σχεδόν τέτοιους ανθρώπους που φλερτάρουν διαρκώς με την έννοια του παραλόγου είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια της τυπικής ατυχίας και επιβεβαιώνει απόλυτα τη ρήση του Τσαρούχη πως «στην Ελλάδα τελικά, όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι».
Φτάσαμε στο σημείο ο κάθε ακόμη που στηρίζεται στη λογική να ονειρεύεται θεαματικές καινοτομίες που αντί για νέες δομές και κοινωνικά συστήματα όπως γινόταν παλιά, αυτές να έχουν να κάνουν με ένα ρημαδο- νόμο που επιτέλους μια φορά θα έχει ξεκάθαρες τις διατάξεις του, μιαν απόφαση που θα βάζει δύο έστω από τα δέκα πράγματα που καταπιάνεται σε τάξη, έναν σχηματισμό μιας προγραμματικής θέσης που δεν θα ολισθαίνει στα ελώδη ύδατα της γενικότητας και του ανέφικτου της εφαρμογής του.
Θυμάται με μελαγχολία κανείς αν έχει προλάβει να ζήσει τις εποχές που η μάνα στο σπίτι ήταν ένας μικρός υπουργός οικονομικών, ο πατέρας ένας πολυπράγμων υπουργός εργασίας που ήξερε να κάνει σωρό πράγματα με μηδέν τεχνογνωσία και τα παιδιά από μικρά να έχουν συνείδηση του ρόλου που έχουν μέσα σε αυτό το θεσμό κι έτσι να απορρέουν αυτόματα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Αυτή τη ζηλευτή αρμονία ρόλων και σχέσεων που πρυτάνευε το φιλότιμο και η προκοπή ήρθε να κατανικήσει η προτροπή της νεοτερικότητας πως άνετα μπορείς να βγάζεις τριάντα και να χαλάς εκατό αρκεί να πας Χριστούγεννα στο Σάλτσμπουργκ για να απολαύσεις την δανειοδίαιτη σου ευμάρεια. Η πολυπραγμοσύνη του άντρα έγινε μέσω του νόθου εξαστισμού μια σταλιά δουλίτσα σε κάποια εταιρεία παροχής υπηρεσιών στα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ τα παιδιά αντί για υποχρεώσεις και ευθύνες που λέγαμε παραπάνω πιάνουν από νωρίς μια θέση στα «φλυαρητήρια» του ίντερνετ, δέσμια των αφειδώς παρεχομένων με τις ευλογίες της Πολιτείας εθιστικών ενασχολήσεων.
Στον τόπο αυτό που ότι δεν φέρει πρόσφατη ημερομηνία αναγραφής σχεδόν έχει ποινικοποιηθεί, είναι απαραίτητο να επανασυστηθεί ο καθένας με την σταθερή βάση του αληθινού κόσμου του για να μπορέσει να στήσει τα αναχώματα μετά εκεί που χρειαστούν.
Όσο για τον φιλόδοξο τώρα τίτλο του άρθρου τον σχετικό με την διερεύνηση της λογικής του μέλλοντος νομίζω πως αντί για κάποιο ψάρεμα στα ρηχά του διαδικτύου προκειμένου να βγει προς τα έξω καμιά καλή ατάκα από την «Πόλις» λ.χ του Κωνσταντίνου Καβάφη που είναι συναφής με το θέμα κι έτσι να αποκτήσει το πρέπον κύρος το κείμενο, καλύτερα είναι να στραφούμε στον Πόλυς Κερμανίδη, άρτι αφιχθείς από τη δεκαετία του ΄70 και να ακούσουμε νέτα-σκέτα το σχετικό άσμα. Τι προβλέπει λοιπόν ο συμπαθής αυτός αοιδός ως προς το φλέγον ζήτημα; Μα πως η λογική του μέλλοντος κυρά μου είναι η τρέλα φυσικά και δεδομένου ότι τυγχάνει να μας παρευρίσκεται μπόλικη από αυτήν, για αυτό κοντά μας έλα.
Κι εδώ που τα λέμε δεν φαίνεται να έχει κι άδικο αν σκεφτούμε πως για να έχεις μια τρέλα για κάτι σημαίνει πως είσαι παθιασμένα υπεύθυνος να το υπηρετείς για να το αναδείξεις όσο μπορέσεις. Γίνεσαι τότε ο εσωτερικός μονόλογος της δικής σου αποκλειστικής αλληγορίας κι αυτό σε τροφοδοτεί με ζωοποιό δύναμη σε ότι κι αν κάνεις. Αποτελεί αυτή η ιδιότυπη τρέλα τον λεγόμενο «παλμό» που προέτρεπε ο Αξελός να κρατήσουν οι έφηβοι ακόμη και στην ώριμη ηλικία τους. Κι έτσι κάπως σε πείσμα των καιρών της ήττας και της κατήφειας θα μπορεί κάποιος να περνά «μποέμικα κι ωραία» σύμφωνα πάντα ξανά με τον Πόλυς!


